Βλάβη στα νεφρά που μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια πάθηση ακόμη και τελικού σταδίου, μπορεί να προκαλέσει η νόσηση από κοροναϊό, ακόμη και σε αυτούς που είχαν πολύ ήπια συμπτώματα, διαπιστώνει τώρα νεότερη μελέτη.

Η επιπλοκή αυτή προστίθεται τώρα στη λίστα με τις επιπτώσεις της μακροχρόνιας covid, και δίνει το σήμα σε όσους έχουν αναρρώσει να εξεταστούν για την υγεία των νεφρών τους, αφού συνήθως η δυσλειτουργία τους δεν δίνει πόνο ή άλλα συμπτώματα. Και ενώ το πρόβλημα μπορεί να είναι αναστρέψιμο αν διαπιστωθεί έγκαιρα, πιθανή καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή βλάβη.

Ερευνητές  της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σαιντ Λούις και του Συστήματος Περίθαλψης των Βετεράνων του Σαντ Λούις, διεπίστωσαν σε μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό της Αμερικανικής Εταιρείας Νεφρολογίας, ότι μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν νεφρικές βλάβες λόγω κοροναϊού έχουν όσοι νοσηλεύθηκαν σε ΜΕΘ, εντούτοις, έχουν παρατηρηθεί και σχετικά περιστατικά σε ασθενείς που είχαν ήπια συμπτώματα.

Σύμφωνα με τα διεθνή επιδημιολογικά δεδομένα, το 90% των ατόμων με νεφρικά προβλήματα αγνοούν την πάθησή τους.

Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης επίκουρος καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και διευθυντής του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας του Συστήματος Περίθαλψης των βετεράνων του Σαιντ Λούις, Ζίαντ Αλ Αλί επεσήμανε πως «Εάν ο έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής στην μετά – COVID περίθαλψη, τότε δεν θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα ότι η λειτουργία των νεφρών τους έχει μειωθεί λόγω αυτού του ιού». Αναφερόμενος στην αύξηση των λοιμώξεων από την παραλλαγή Δέλτα, ο καθηγητής εκτίμησε ότι πάνω από μισό εκατομμύριο ασθενών υπέστη προσβολή της νεφρικής του λειτουργίας, λόγω του κοροναϊού.

Η έρευνα

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα για πάνω από 1,7 εκατ. βετεράνους για το διάστημα από 1.3.2020 – 15.3.2021. Από αυτούς, είχαν επιβεβαιωθεί λοιμώξεις COVID-19 σε 89.216 άτομα, συνήθως άνδρες άνω των 60 ετών, που ξεπέρασαν τη νόσο. Παράλληλα, ανέλυσαν δεδομένα για 151.289 ενήλικες γυναίκες, εκ των οποίων οι 8.817 με COVID-19.

Από τους ασθενείς με COVID-19, οι 12.376 (13,9%) χρειάστηκαν νοσηλεία και από αυτούς, οι  4.146 (4,6%) είχαν εισαχθεί σε μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ).

«Ο κίνδυνος μειωμένης νεφρικής λειτουργίας είναι υψηλότερος στα άτομα που χρειάστηκαν ΜΕΘ. Ωστόσο, ο κίνδυνος επεκτείνεται σε όλους τους ασθενείς, ακόμη και σε εκείνους που είχαν πιο ήπια συμπτώματα της ασθένειας», δήλωσε ο καθηγητής Αλ Αλί, τονίζοντας ότι τα πρώτα στάδια της νεφρικής νόσου συχνά μπορούν να αντιμετωπιστούν με φαρμακευτική αγωγή.

Συμπλήρωσε λοιπόν, πως «Είναι απαραίτητο να ανακαλύψουμε τη δυσλειτουργία των νεφρών με αιματολογικές εξετάσεις, προτού το πρόβλημα προχωρήσει και γίνει δυσκολότερο να αντιμετωπιστεί. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ελεγχθεί έγκαιρα, διαφορετικά, θα μας λείψουν πολλοί άνθρωποι και, δυστυχώς, θα αντιμετωπίσουμε πιο προχωρημένες νεφρικές παθήσεις στην πορεία».

Οι πιθανότητες βλάβης

Συγκρίνοντας αυτούς που νόσησαν ήπια και δεν χρειάστηκαν νοσηλεία με άτομα που δεν κόλλησαν τον ιό, οι πρώτοι είχαν 15% υψηλότερο κίνδυνο να υποστούν νεφρική νόσο, 30% υψηλότερο κίνδυνο για οξεία νεφρική βλάβη και 215% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης νεφρικής νόσου τελικού σταδίου. Το τελευταίο συμβαίνει όταν τα νεφρά δεν μπορούν πλέον να απομακρύνουν αποτελεσματικά τα απόβλητα από το σώμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, απαιτείται αιμοκάθαρση ή μεταμόσχευση νεφρού για να κρατηθούν στη ζωή οι ασθενείς.

Ο κίνδυνος ήταν αυξημένος για τους ασθενείς που χρειάστηκαν νοσηλεία, ιδίως γι΄ αυτούς που νοσηλεύθηκαν σε ΜΕΘ, κατά 7 φορές περισσότερο για την ανάπτυξη σοβαρού περιστατικού νεφρικής λειτουργίας, 8 φορές για οξεία νεφρική βλάβη και 13 φορές για νεφρική νόσο τελικού σταδίου.

«Τα άτομα που νοσηλεύτηκαν ή χρειάστηκαν φροντίδα ΜΕΘ διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο», δήλωσε ο Αλ Αλί. «Αλλά ο κίνδυνος δεν είναι μηδενικός για όσους είχαν πιο ήπιες περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, είναι σημαντικό. Και πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν γνωρίζουμε ακόμη τις επιπτώσεις στην υγεία για όσους υποφέρουν από μακρά COVID τα επόμενα χρόνια».

Σύμφωνα με τη μελέτη, μετά τις πρώτες 30 ημέρες μόλυνσης από τον COVID-19, οι 4.757 ασθενείς (5,3%) παρουσίασαν μείωση τουλάχιστον 30% στα ποσοστά σπειραματικής διήθησης (GFR), τα οποία χρησιμοποιούν οι γιατροί για να αξιολογήσουν τη λειτουργία των νεφρών και, κατά περίπτωση, να προσδιορίσουν τη σοβαρότητα της νεφρικής νόσου.

Ο ρυθμός καθορίζεται από μια απλή εξέταση αίματος που μετρά τα επίπεδα κρεατινίνης, ένα απόβλητο προϊόν στο αίμα που φιλτράρεται από τα νεφρά και απορρίπτεται στα ούρα.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα που είχαν πιο ήπια κρούσματα COVID-19 είχαν 1,09 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για μείωση του GFR κατά 30% ή περισσότερο. Για νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19 εκτός εντατικής θεραπείας, ο κίνδυνος ήταν διπλάσιος για μείωση του GFR κατά 30% ή περισσότερο, ενώ οι ασθενείς της μονάδας εντατικής θεραπείας είχαν τριπλάσιο κίνδυνο να υποστούν εκτιμώμενη πτώση του GFR κατά 30% ή περισσότερο.

«Η βλάβη των νεφρών υπερβαίνει τη μειωμένη λειτουργία που προκαλείται από τη φυσιολογική γήρανση», εξήγησε ο Αλ Αλί. «Η νεφρική λειτουργία ενός 60χρονου είναι λιγότερο ισχυρή απ΄ ότι ενός 20χρονου. Η πτώση της νεφρικής λειτουργίας που παρατηρήσαμε σε αυτούς τους ασθενείς δεν αποτελεί φυσιολογική γήρανση. Είναι σίγουρα μια κατάσταση ασθένειας.