Τα άτομα που τείνουν να υποτιμούν συστηματικά τον εαυτό τους και τις επιδόσεις τους είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίζουν αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «σύνδρομο ή φαινόμενο του απατεώνα» (Impostor phenomenon). Αποδίδουν οποιαδήποτε επιτυχία σε εξωτερικούς παράγοντες ή απλώς και στην τύχη ενώ χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι ζουν με διαρκή φόβο ότι η «απάτη» τους θα αποκαλυφθεί. Τώρα, σε νέα επιστημονική μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Personality and Individual Differences, ψυχολόγοι από το Martin Luther University Halle-Wittenberg (MLU) δείχνουν για πρώτη φορά ότι ακόμη και υπό πραγματικές συνθήκες το φαινόμενο εμφανίζεται ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και νοημοσύνης.

Το Impostor Phenomenon σε πραγματικές συνθήκες

Είναι σύνηθες οι άνθρωποι να αμφισβητούν τις ικανότητές τους ανά περιόδους. «Ένας υγιής όγκος προβληματισμού και αμφιβολίας μπορεί να προστατεύσει ένα άτομο από την αμετροέπεια», μας εξηγούν οι ειδικοί. Ωστόσο, υπάρχουν άνθρωποι που μαστίζονται μόνιμα από έντονη αμφιβολία για τον εαυτό τους, παρά το γεγονός ότι έχουν καλή απόδοση είτε στο σχολείο είτε στην δουλειά.

«Νομίζουν ότι όλες οι επιτυχίες τους δεν είναι αποτέλεσμα των δεξιοτήτων τους ή της σκληρής δουλειάς τους, αντίθετα αποδίδουν τις δικές τους επιτυχίες σε εξωτερικές συνθήκες, για παράδειγμα στην τύχη ή πιστεύουν ότι η απόδοσή τους υπερεκτιμάται μαζικά από τους άλλους. Από την άλλη πλευρά, εσωτερικεύουν κάθε αποτυχία και την θεωρούν αποτέλεσμα των δικών τους ελλείψεων» προσθέτουν οι ειδικοί.

Αυτό το χαρακτηριστικό της προσωπικότητας έχει μέχρι στιγμής διερευνηθεί μόνο στις λεγόμενες μελέτες βινιέτας. «Αυτές οι μελέτες καθορίζουν πόσο έντονα συμφωνούν οι συμμετέχοντες με διάφορες θεωρητικές δηλώσεις, όπως ότι δυσκολεύονται να αποδεχτούν τον έπαινο ή ότι φοβούνται ότι δεν μπορούν να επαναλάβουν αυτό που έχουν πετύχει ήδη» εξηγούν οι ερευνητές, οι οποίοι διερεύνησαν το ζήτημα για πρώτη φορά υπό πραγματικές συνθήκες.

Αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης

Εβδομήντα έξι συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν μια σειρά από τεστ νοημοσύνης και έλαβαν θετικά σχόλια για αυτά, ανεξάρτητα από την πραγματική τους απόδοση. Στη συνέχεια ρωτήθηκαν γιατί πιστεύουν ότι τα πήγαν τόσο καλά.

Η μελέτη έδειξε δύο πράγματα: Πρώτον, ο αυτοαναφερόμενος βαθμός του «φαινομένου του απατεώνα» δεν σχετίζεται με την πραγματική μετρούμενη νοημοσύνη ή απόδοση. Δεύτερον, το τεστ υποστήριξε την υπόθεση ότι τα άτομα που αντιμετωπίζουν το «φαινόμενο του απατεώνα» υποτιμούν τις αντικειμενικά μετρημένες επιδόσεις τους και αποδίδουν θετικά αποτελέσματα σε εξωτερικές αιτίες όπως η τύχη αλλά όχι στις δικές τους ικανότητες.

Η μόνιμη υποτίμηση των ικανοτήτων συνοδεύεται συχνά από τον φόβο ότι αυτή η υποτιθέμενη «απάτη» θα αποκαλυφθεί αργά ή γρήγορα. Το «φαινόμενο του απατεώνα» περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1978 από τις ψυχολόγους Pauline Clance και Suzanne Imes. Παρατήρησαν συγκεκριμένα ότι υπήρχε ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός επιτυχημένων γυναικών που δεν πίστευαν ότι είναι πολύ έξυπνες.

«Αν και δεν ορίζεται ως ψυχική ασθένεια, τα άτομα που το αντιμετωπίζουν παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στην κατάθλιψη» καταλήγουν οι ερευνητές.