Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί σε μια συγκεκριμένη ηλικία έχουμε την τάση να κοιμόμαστε περισσότερο ή λιγότερο; Ακόμα και αν δεν το είχατε παρατηρήσει, νέα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Nature Communications, αποκαλύπτουν ότι η διάρκεια του ύπνου μειώνεται στην πρώιμη ενήλικη ζωή μέχρι την ηλικία των 33 ετών και στη συνέχεια αυξάνεται ξανά στην ηλικία των 53 ετών.

Η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 730.187 συμμετέχοντες από 63 χώρες, αποκάλυψε πώς αλλάζουν τα πρότυπα ύπνου κατά τη διάρκεια της ζωής και πώς διαφέρουν μεταξύ των χωρών.

Πότε κοιμόμαστε λιγότερο;

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Hugo Spiers, διαπίστωσαν ότι σε όλο το δείγμα της μελέτης, οι άνθρωποι κοιμούνται κατά μέσο όρο 7,01 ώρες τη νύχτα, με τις γυναίκες να κοιμούνται 7,5 λεπτά περισσότερο από τους άνδρες κατά μέσο όρο.

Διαβάστε επίσης: Γιατί παρά την κούραση που νιώθω δεν με πιάνει ο ύπνος;

Διαπίστωσαν ότι οι νεότεροι συμμετέχοντες στο δείγμα (ελάχιστη ηλικία 19 ετών) κοιμόντουσαν περισσότερο και η διάρκεια του ύπνου μειώθηκε σε όλη τη δεκαετία των 20 και στις αρχές της δεκαετίας των τριάντα, προτού μειωθεί και αυξηθεί εκ νέου κατά τις αρχές των 50 ετών.

Το μοτίβο αυτό παράμενε ίδιο για άνδρες και γυναίκες, ανεξαρτήτως χώρας και επιπέδων εκπαίδευσης.

Που οφείλονται οι διαφορές

Οι ερευνητές εξηγούν ότι η μείωση του ύπνου κατά τη μέση ηλικία μπορεί να οφείλεται στις απαιτήσεις της παιδικής φροντίδας και της επαγγελματικής ζωής.

Ο καθηγητής Spiers δήλωσε: “Προηγούμενες μελέτες έχουν βρει συσχετίσεις μεταξύ της ηλικίας και της διάρκειας του ύπνου, αλλά η δική μας είναι η πρώτη μεγάλη μελέτη που προσδιορίζει αυτές τις τρεις διακριτές φάσεις σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Διαπιστώσαμε ότι σε όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι κοιμούνται λιγότερο κατά τη μέση της ενηλικίωσης, αλλά η μέση διάρκεια ύπνου ποικίλλει μεταξύ περιοχών και χωρών”.

Οι άνθρωποι που αναφέρουν ότι κοιμούνται περισσότερο είναι σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Σλοβακία, αναφέροντας 20-40 λεπτά επιπλέον ύπνο τη νύχτα και λιγότερο σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, συμπεριλαμβανομένων των Φιλιππίνων, της Μαλαισίας και της Ινδονησίας.

Οι άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο ανέφεραν ότι κοιμούνται ελαφρώς λιγότερο από τον μέσο όρο ενώ εκείνοι σε χώρες πιο κοντά στον ισημερινό, είχαν την τάση να κοιμούνται λίγο λιγότερο.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ικανότητα πλοήγησης δεν επηρεάστηκε από τη διάρκεια του ύπνου για το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος, εκτός από τους μεγαλύτερους ενήλικες (ηλικίας 54-70) των οποίων η βέλτιστη διάρκεια ύπνου ήταν επτά ώρες, αν και προειδοποιούν ότι τα ευρήματα για την συγκεκριμένη υποομάδα μπορεί να επηρεαστούν από άλλα ζητήματα υγείας.