Πριν από δύο ημέρες επισκέφθηκα ένα φαρμακείο της γειτονιάς μου, προκειμένου να προμηθευτώ κάποια παυσίπονα. Με την ευκαιρία της παραμονής μου στο φαρμακείο σκέφτηκα να ρωτήσω τη φαρμακοποιό σχετικά με το μουρουνέλαιο (διαθέσιμους τύπους, κόστος κ.λπ.). Προς έκπληξή μου, στην ερώτησή μου η φαρμακοποιός αντί να με πληροφορήσει για τα παραπάνω, απάντησε κοφτά: «το μουρουνέλαιο δεν πρέπει να το λαμβάνετε το καλοκαίρι!». Χωρίς να χρησιμοποιήσω την ιδιότητά μου και κρίνοντας ότι οι διατροφικές γνώσεις της είναι μάλλον περιορισμένες, αποχώρησα από το φαρμακείο με τα προϊόντα για τα οποία το είχα επισκεφθεί.

Ωστόσο, μου έμεινε στο μυαλό αυτό που είπε η φαρμακοποιός, ότι δηλαδή δεν πρέπει να καταναλώνουμε μουρουνέλαιο το καλοκαίρι, το οποίο θυμήθηκα ότι το έχω ξανακούσει… Πρόσφατα μάλιστα διάβασα κάπου (φυσικά σε ανυπόγραφο κείμενο στο διαδίκτυο) ότι «το μουρουνέλαιο δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείται περισσότερο από 2 μήνες το χρόνο». Τις συγκεκριμένες τοποθετήσεις τις θεωρώ απόλυτα λανθασμένες και πιστεύω ότι είναι αυτονόητο χρέος μου να τοποθετηθώ, ώστε να διαλευκάνω το εν λόγω ζήτημα. Υποψιάζομαι ότι το επιχείρημα τόσο της συγκεκριμένης φαρμακοποιού όσο και εκείνων, οι οποίοι χωρίς σοβαρή επιστημονική κατάρτιση το υποστηρίζουν, είναι ότι εφόσον το μουρουνέλαιο περιέχει βιταμίνη D δεν το χρειαζόμαστε το καλοκαίρι με δεδομένο ότι συνθέτουμε τη συγκεκριμένη βιταμίνη εξαιτίας της έκθεσής μας στον ήλιο.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το μουρουνέλαιο, ως συμπυκνωμένη πηγή ζωτικών θρεπτικών συστατικών, χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στην Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες για την πρόληψη της ραχίτιδας και την καλή σκελετική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς επίσης και για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος των παιδιών και των ενηλίκων. Πράγματι, το υψηλής ποιότητας μουρουνέλαιο διαθέτει αυξημένη διατροφική αξία. Αποτελεί εξαιρετική πηγή ω-3 λιπαρών οξέων (DHA: 600 mg/5 ml, ΕΡΑ: 400 mg/5 ml) και της ιδιαίτερα σημαντικής βιταμίνης D (400 IU/5 ml). Ταυτόχρονα, περιέχει σημαντική ποσότητα βιταμίνης Α (250 μg/5 ml) και μικρή ποσότητα βιταμίνης Ε (10 mg/5 ml). Τα νούμερα έχουν ληφθεί από τη διατροφική σύσταση του μουρουνέλαιου Moller’s.

Γιατί μουρουνέλαιο και το καλοκαίρι;

Στην επιστήμη της διατροφής ονομάζουμε «απαραίτητα» τα θρεπτικά εκείνα συστατικά που δεν μπορεί να τα συνθέσει το σώμα μας, αλλά πρέπει απαραιτήτως να τα λαμβάνουμε από τις τροφές που καταναλώνουμε. Εάν η διατροφή μας δεν περιέχει επαρκείς ποσότητες των συστατικών αυτών (ούτε λαμβάνουμε κάποιο κατάλληλο συμπλήρωμα διατροφής) τότε το σώμα μας δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά και οι ασθένειες θα κάνουν -αργά ή γρήγορα- την εμφάνισή τους.

Σε ό,τι αφορά το μουρουνέλαιο, περιέχει 3 απαραίτητα συστατικά (DHA, EPA, βιταμίνη Α) και ένα συστατικό που είναι εν μέρει απαραίτητο (βιταμίνη D), γιατί μπορούμε να το πάρουμε είτε από τις τροφές, είτε να το συνθέσει το σώμα μας από την χοληστερόλη υπό την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι τα DHA και EPA μπορούν να συντεθούν στο σώμα μας από το άλφα λινολενικό οξύ (φυτικής προέλευσης) σε ποσότητες όμως που είναι τόσο μικρές ώστε είναι αμελητέες. Ως προς τα 3 πρώτα συστατικά, δηλαδή τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα DHA (δοκοσαεξανοϊκό οξύ) και EPA (εικοσαπεντανοϊκό οξύ) και τη βιταμίνη Α, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μουρουνέλαιο είναι εξαιρετικά ωφέλιμο καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και επομένως και του καλοκαιριού!

Τι γίνεται όμως με τη βιταμίνη D που περιέχει το μουρουνέλαιο; Τη χρειαζόμαστε το καλοκαίρι ή μήπως το σώμα μας παράγει αρκετή ποσότητα όταν το δέρμα μας εκτίθεται στις ηλιακές ακτίνες και συγκεκριμένα στην υπεριώδη ακτινοβολία Β (UVB); Θεωρητικά, το σώμα μας μπορεί να παραγάγει όλη την απαιτούμενη ποσότητα βιταμίνης D. Ωστόσο, κατά κανόνα, στην πράξη δεν συμβαίνει, αφού σήμερα περνάμε πολύ περισσότερο χρόνο σε κλειστούς χώρους (συχνά μπροστά σε τηλεόραση ή σε computer) συγκριτικά με το παρελθόν και επιπλέον χρησιμοποιούμε αντηλιακά για να προστατευθούμε από τον καρκίνο (μελάνωμα) και την πρόωρη γήρανση του δέρματος. Αυτό, άλλωστε, έδειξε και μελέτη του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου «Άγιος Σάββας», σύμφωνα με την οποία ακόμα και σε ηλιόλουστες περιοχές, όπως η Αττική και η Κρήτη, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού υποφέρουν από ανεπάρκεια βιταμίνης D.

Μα θα μου πει κάποιος, εγώ κάνω πολλή ώρα ηλιοθεραπεία, αλλά πριν τις 10 το πρωί ή μετά τις 4 το απόγευμα, όταν ο ήλιος δεν είναι πολύ δυνατός. Έτσι δεν βάζω αντηλιακό ή βάζω ένα με χαμηλό δείκτη προστασίας, που αφήνει μεγάλο μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας να απορροφάται από το δέρμα μου. Γιατί να χρειάζομαι εγώ τη βιταμίνη D του μουρουνέλαιου; Πράγματι, κάποιοι ίσως και να μη χρειαζόμαστε την επιπλέον βιταμίνη D, που μπορεί να μας δώσει το μουρουνέλαιο, αλλά δεν θα μας βλάψει κιόλας! Η συνιστώμενη ημερήσια δοσολογία μουρουνέλαιου (5 ml = 1 κουταλάκι του γλυκού) παρέχει 400 IU βιταμίνης D, ενώ η ημερήσια ασφαλής δοσολογία σύμφωνα με την EFSA (Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων) είναι μέχρι 4000 IU. Όπερ έδει δείξαι, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι.

Σημείωση: Για τη συγγραφή του άρθρου αυτού έλαβα ως υπόδειγμα το μουρουνέλαιο Möller’s, γνωστό για την υψηλή του ποιότητα. Επίσης, η προαναφερόμενη δοσολογία των 5ml και οι περιεκτικότητες θρεπτικών συστατικών του μουρουνέλαιου αναφέρονται στο μουρουνέλαιο Möller’s.

Βιβλιογραφία

1. Semba RD (2012). The historical evolution of thought regarding multiple micronutrient nutrition. I Nutr, 142 (1): 143S-56S.

2. Holick MF (2010). The vitamin D deficiency pandemic: A forgotten hormone important for health. Public Health Rev 32:267–283.

3. Singhellakis PN, Malandrinou FC, Psarrou CI, Danelli AM, Tsalavoutas SD, Constantellou ES (2011). Vitamin D deficiency in white, apparently healthy, free-living adults in a temperate region. Hormones, 10(2): 131-143.

4. Scientific Opinion on the tolerable. Upper intake level of vitamin D (2012). EFSA Journal, 10(7): 2813 mollers.gr.