Από τη Ναταλία Κουτρούλη, MSc, Ψυχολόγο υγείας, με εκπαίδευση στη γνωσιακή ψυχοθεραπεία και τη συμβουλευτική, Διδάσκουσα στην Ακαδημία Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής

Όταν ήμασταν στο σχολείο, μικροί και άπειροι μαθητές, φοβόμασταν τα απροειδοποίητα διαγωνίσματα και τις καθιερωμένες εξετάσεις στο τέλος κάθε ακαδημαϊκής χρονιάς. Αλλά και τώρα που μεγαλώσαμε φαίνεται να εξακολουθούμε να φοβόμαστε τις εξετάσεις… τις ιατρικές. Έκτακτες ή τακτικές, οι επισκέψεις στο γιατρό πάντα συνοδεύονται από παρόμοια συναισθήματα – φόβος, αγωνία, άγχος, ανησυχία, μέχρι και πανικός. Όλοι ελπίζουμε να μην εντοπίσει ο γιατρός κάτι ύποπτο, να μην μπούμε στη διαδικασία μια ασθένειας, μιας θεραπείας, μιας ταλαιπωρίας. Παρόλο που η επιστήμη έχει προοδεύσει και παρέχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία σχεδόν όλες τις ιατρικές καταστάσεις, ο φόβος του αγνώστου και του μυθοποιημένου κυρίως, καραδοκεί. Πολλοί από εμάς μάλιστα, βιώνουμε τόσο έντονο, ανεξέλεγκτο και υπερβολικό φόβο που αγγίζει τα όρια της παθολογικής φοβίας, γεγονός που μας προκαλεί δυσλειτουργικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα.

Για κάποιους, ο φόβος των ασθενειών και των ιατρικών εξετάσεων είναι ικανός να οδηγήσει στην παραμέληση της υγείας. Η ιδέα ότι μπορεί οι εξετάσεις τους να είναι θετικές – και στην υγεία το θετικό πρόσημο δεν θεωρείται καλό – έχει τη δύναμη να παραλύσει κάθε άλλη σκέψη, κάθε ενημέρωση για την αναγκαιότητα του προληπτικού ιατρικού ελέγχου, με αποτέλεσμα να αποφεύγονται οι εξετάσεις, οι γιατροί, ακόμα και οι συζητήσεις για ασθένειες και φάρμακα. Και βέβαια, η αποφυγή μπορεί προσωρινά να δρα ανακουφιστικά, σαν ένας μηχανισμός άμυνας όμως η προστασία αυτή δεν διαρκεί. Οι τύψεις και οι ενοχές κάποια στιγμή χτυπούν την πόρτα της συνείδησης και τότε αναγκαζόμαστε να φέρουμε εις πέρας αυτό που μάταια αποφεύγαμε. Φυσικά, μια τέτοια κατάσταση άγνοιας και αμέλειας μπορεί να είναι τελικά επικίνδυνη για την εξέλιξη μιας ασθένειας. Συνεπώς, καλύτερα να δράσουμε μια ώρα αρχύτερα και να καθιερώσουμε μια ρουτίνα ετήσιων εξετάσεων που θα μας συστήσει ένας γιατρός τον οποίο να εμπιστευόμαστε και να τηρούμε με συνέπεια τον έλεγχο μας για να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια.

Κάποιους άλλους πάλι, τους συντροφεύει διαρκώς ο φόβος μην εμφανίσουν κάποια ασθένεια, ο οποίος τους αναγκάζει να ελέγχουν συνέχεια το σώμα τους για να εντοπίσουν έγκαιρα κάθε πιθανή αλλαγή. Κάθε τέτοια αλλαγή, μικρή ή μεγάλη, από ένα σημάδι στο δέρμα έως ένα φτέρνισμα, το ερμηνεύουν ως βέβαιη ένδειξη συγκεκριμένης ασθένειας. Έτσι, σπεύδουν άμεσα στο γιατρό για να τους επιβεβαιώσει τη διάγνωσή τους. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να ενημερώνονται για όλες τις ασθένειες, συχνές αλλά και σπάνιες, να διαβάζουν ιατρικές εγκυκλοπαίδειες ή να κατεβάζουν άρθρα- έγκυρα και μη- από το διαδίκτυο προκειμένου να ανακουφίσουν τη νοσηρή πια περιέργειά τους για την ασθένεια. Όμως μια τέτοια πληροφόρηση, δεν αποτελεί γνώση. Και φυσικά, όποιος διαβάσει ένα εγχειρίδιο παθολογίας δεν γίνεται γιατρός. Συνεπώς, η παραπληροφόρηση αυτού του είδους οδηγεί σε υπερβολικές «διαγνώσεις» και άνευ ουσιαστικού λόγου αγωνία. Καλό είναι να γνωρίζουμε κάποια βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να μας θορυβήσουν και να είμαστε υπέρμαχοι του προληπτικού ελέγχου, αλλά μέχρι το σημείο που μας κάνει καλό. Όταν οι ασθένειες και οι εξετάσεις είναι το μόνο που απασχολεί το μυαλό μας, τότε νοσεί το πνεύμα και όχι το σώμα μας.

Συμπερασματικά, λοιπόν, η άγνοια, η αμέλεια, η παραπληροφόρηση και η λανθασμένη κατανόηση σε θέματα ασθενειών, μπορεί να μας προκαλέσει έντονο άγχος και φοβίες για την υγεία μας. Αν τέτοιου είδους σκέψεις καταναλώνουν την ενέργειά μας, είναι προτιμότερο να επισκεφτούμε έναν έμπειρο γιατρό, να μας προτείνει τις απαραίτητες για εμάς ιατρικές εξετάσεις και να αποφασίσουμε ότι θα μείνουμε πιστοί σε αυτή τη ρουτίνα και θα εξοστρακίσουμε κάθε δυσλειτουργική σκέψη από το μυαλό μας. Αν προσπαθήσουμε, αλλά η ψυχολογική μας κατάσταση δεν βελτιώνεται, θα χρειαστεί η συμβολή ενός ειδικού ψυχικής υγείας για την αντιμετώπιση της δυσκολίας μας.