Από την Ελένη Κατσάμπα, MSc, Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια Γνωσιακής Συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης, Συνεργάτης του Παν/μιου Αθηνών και της Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία» www.katsampa.gr

Ο χωρισμός και το διαζύγιο αποτελούν σχεδόν πάντα στρεσογόνες καταστάσεις για όλους όσους εμπλέκονται, κυρίως όταν το ζευγάρι που χωρίζει έχει παιδιά και χρειάζεται να ρυθμιστούν ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα και τη ζωή τους.

Ο χωρισμός δεν είναι απαραίτητο να αποτελέσει μια τραυματική εμπειρία που θα εμποδίσει την ομαλή ανάπτυξη των παιδιών. Μετά τις αρχικές φυσιολογικές αντιδράσεις που ίσως έχει ένα παιδί τον πρώτο καιρό μετά την ανακοίνωση του χωρισμού, μπορεί να συνεχίσει και να έχει μια ευτυχισμένη και γεμάτη ζωή μέσα στις νέες οικογενειακές συνθήκες που θα διαμορφωθούν.

Οι προκλήσεις, βέβαια, στις οποίες θα χρειαστεί να ανταπεξέλθει ο γονιός είναι πολλές. Μπορεί, όμως, να τις διαχειριστεί με επιτυχία ακολουθώντας μία σταθερή και λογική προσέγγιση που θα επικεντρώνεται στα παιδιά και θα σέβεται τις ανάγκες τους. Αυτό, λοιπόν, που χρειάζεται να προσπαθήσει να κάνει ο γονιός είναι να δώσει προτεραιότητα, όσο αυτό είναι δυνατό, στην ευημερία των παιδιών κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μετά το χωρισμό αλλά και στη διευθέτηση οικογενειακών ζητημάτων.

Το να μπορέσει, βέβαια, ο γονιός να εστιάσει στις ανάγκες των παιδιών του, κυρίως όταν προσπαθεί να διαχειριστεί δικά του έντονα συναισθήματα, όπως θυμό προς τον / την πρώην σύντροφο / σύζυγο είναι κάτι αρκετά δύσκολο. Η επαφή με τον άλλον γονιό προκαλεί ίσως τις μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς είναι πιθανό να υπάρχουν διαφωνίες ή συγκρούσεις ως προς την κηδεμονία ή την επαφή με τα παιδιά ή ακόμα ζητήματα στη μεταξύ τους σχέση που έρχονται στην επιφάνεια κάθε φορά που οι γονείς επικοινωνούν. Ο χειρισμός των θεμάτων αυτών είναι οπωσδήποτε αρκετά δύσκολος και απαιτητικός.

Γι’ αυτό ίσως να είναι πιο χρήσιμο και βοηθητικό για έναν γονιό να εστιάζει λιγότερο στα ζητήματα ή τις δυσκολίες στη σχέση του με τον / την πρώην σύντροφο και να επικεντρώνεται περισσότερο στην αγάπη και το ενδιαφέρον του για τα παιδιά του. Το όφελος στην περίπτωση αυτή είναι διπλό: α) δίνοντας προτεραιότητα στις ανάγκες των παιδιών οι γονείς τα κάνουν να αισθάνονται πιο ασφαλή και β) λειτουργώντας έτσι αυξάνουν ίσως το δικό τους κίνητρο προκειμένου να αναπτύξουν μία σχέση συνεργασίας μεταξύ τους ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των παιδιών. Η θεώρηση, δηλαδή, του άλλου γονιού ως συνεργάτη σε μια κοινή προσπάθεια με κοινό στόχο που αφορά στην ομαλή προσαρμογή και υγιή ανάπτυξη των παιδιών είναι μάλλον εκείνη που θα επιτρέψει στο γονιό να ιεραρχήσει σωστά τις προτεραιότητές του και να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά τα ζητήματα που προκύπτουν.

Η ανάπτυξη μίας σχέσης συνεργασίας ανάμεσα στους δύο γονείς δε σημαίνει παράβλεψη των δυσκολιών που υπάρχουν στη μεταξύ τους σχέση. Αντίθετα, μειώνει τις πιθανότητες να αποτελέσει η μεταξύ τους σχέση εμπόδιο στη σχέση τους με τα παιδιά τους. Ίσως αυτό να είναι πολύ δύσκολο για έναν γονιό το πρώτο διάστημα μετά τον χωρισμό, ωστόσο με την πάροδο του χρόνου και καθώς η ένταση των συναισθημάτων μειώνεται, τείνει να γίνεται πιο εύκολο.

Η εστίαση, λοιπόν, στα παιδιά και τις ανάγκες τους μπορεί να βοηθήσει στην ομαλή μετάβαση και προσαρμογή στις νέες συνθήκες ζωής που διαμορφώνονται για τους γονείς και τα παιδιά δημιουργώντας έναν κοινό τόπο συνεννόησης που θα κάνει τους δύο γονείς συνεργάτες και συμμάχους απέναντι στην επίτευξη ενός κοινού σκοπού: την ευημερία των παιδιών τους.

Το να δώσουν οι γονείς προτεραιότητα στα παιδιά τους σημαίνει τα εξής:

  • Τα παιδιά αισθάνονται ότι οι γονείς τους συνεχίζουν να τα αγαπούν και να νοιάζονται για αυτά.
  • Τα παιδιά δεν αισθάνονται υπεύθυνα για τον χωρισμό των γονιών τους.
  • Τα παιδιά δεν χρειάζεται να πάρουν το μέρος κάποιου γονιού στις μεταξύ τους διενέξεις.
  • Η επαφή των παιδιών με τους γονείς τους είναι σταθερή και συνεπής.
  • Οι γονείς κατανοούν τα ανάμικτα συναισθήματα που ίσως όλη η οικογένεια βιώνει σχετικά με τον χωρισμό.
  • Οι ενήλικες αποφεύγουν να σχολιάζουν αρνητικά τον άλλον γονιό στο παιδί ή να του δίνουν σχετικές αλλά περιττές για το παιδί πληροφορίες που μπορούν να το επηρεάσουν αρνητικά προς τον άλλον γονιό.
  • Οι γονείς μπορούν να διαχειριστούν τα καθημερινά ζητήματα που προκύπτουν στη ζωή τους.
  • Οι γονείς ρυθμίζουν και κανονίζουν τα πράγματα με τέτοιον τρόπο ώστε οι μεταβάσεις από τον έναν γονιό στον άλλον να είναι ομαλές και χωρίς να προκαλούν άγχος.
Ίσως αυτά που περιγράφονται παραπάνω να είναι αρκετά δύσκολα για κάποιους ή ενδεχομένως να αντιπροσωπεύουν τον επιθυμητό και λειτουργικό τρόπο διαχείρισης μίας δύσκολης κατάστασης όπως είναι ο χωρισμός κυρίως όταν το ζευγάρι έχει παιδιά. Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω. Είναι πιθανό ορισμένοι γονείς να είναι περισσότερο προβληματισμένοι ή εστιασμένοι στις δικές τους ανάγκες και λιγότερο στις ανάγκες των παιδιών τους. Επίσης, διαφορετικές απόψεις μεταξύ των γονιών σχετικά με τις ανάγκες των παιδιών και την ανατροφή τους μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές συγκρούσεις και έντονα συναισθήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ίσως είναι ωφέλιμο για τους γονείς και τα παιδιά να αναζητήσουν στήριξη και καθοδήγηση προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της κατάστασης.