Μας απασχολεί όλους, σε όποια ηλικία κι αν είμαστε, σε όποια εποχή κι αν ζούμε, σε όποια κοινωνική ομάδα κι αν ανήκουμε, είτε είμαστε άνδρες είτε γυναίκες… Όποιοι κι αν είμαστε, δηλαδή, υπάρχει ένα συναίσθημα που, όταν το νιώσουμε, θα μας κατακλύσει, πιθανώς θα μας σώσει ή αντίθετα θα μας καταστρέψει, αλλά σε κάθε περίπτωση θα αλλάξει τη ζωή μας. Ποιο είναι αυτό το συναίσθημα; Δεν είναι άλλο από τον έρωτα. Τον έρωτα που έχει την τιμητική του τώρα το Φεβρουάριο, καθώς στις 14 γιορτάζει ο Άγιος Βαλεντίνος, που συχνά… παρασύρει ακόμα και τους πιο «αποστασιοποιημένους» να εύχονται χρόνια πολλά και να προσφέρουν μικρότερα ή μεγαλύτερα δώρα. Ακόμα, όμως, κι αν ανήκουμε σε όσους σνομπάρουν την εν λόγω γιορτή, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον έρωτα. Είτε θεωρούμε ότι δεν είναι πια για μας, είτε μας έχει πληγώσει, είτε τον περιμένουμε, είτε τον βιώνουμε αυτή την περίοδο, ένα είναι βέβαιο: αποκλείεται να μας αφήνει αδιάφορους…


Ποια είναι
Η κ. Βάσω Αρτινοπούλου σπούδασε Παιδαγωγικές Επιστήμες και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνιολογία. Έκανε μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διδακτορικό στην Κοινωνιολογία. Σήμερα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα έχουν να κάνουν με την κοινωνική πολιτική, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τα νέα κοινωνικά κινήματα, την ισότητα των φύλων, τις στρατηγικές αντιμετώπισης σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων, την αντεγκληματική πολιτική, την ενδοοικογενειακή βία και τα Μ.Μ.Ε.




Κυρία Αρτινοπούλου, υπάρχουν ακόμη πολλοί στις μέρες μας που ρωτάνε τι ακριβώς είναι ο έρωτας;
Αυτή η ερώτηση θυμίζει λίγο εφηβικό λεύκωμα «Τι εστί έρως;». Υπάρχουν πολλοί ορισμοί που θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε ή να βρούμε σε διάφορα κείμενα. Παρ’ όλα αυτά, μεγάλη σημασία σε σχέση με τον έρωτα έχει η υποκειμενική-βιωματική διάστασή του. Μπορεί, δηλαδή, στη θεωρία να λέμε τι είναι ο έρωτας ή να αναλύουμε τις χημικές, τις βιολογικές ή τις ψυχολογικές του ερμηνείες, αλλά είναι δύσκολο να γενικεύσουμε, να τον οριοθετήσουμε σε ένα πλαίσιο ή να θέσουμε κριτήρια που όταν τα πληρούμε είμαστε ερωτευμένοι. O έρωτας είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορεί ούτε να καλουπωθεί, ούτε να τετραγωνιστεί, και είναι αυτό που βιώνουμε κάθε φορά με το σύντροφό μας.

O κάθε άνθρωπος ερωτεύεται σε όλες τις περιπτώσεις με τον ίδιο τρόπο;
Όχι, διαφορετικά ερωτευόμαστε στα 14, διαφορετικά στα 25 και αλλιώς στα 35. Έχει να κάνει τόσο με την πορεία της εσωτερικής μας ωριμότητας όσο και με το σύντροφο που έχουμε απέναντί μας. Ωστόσο, υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι τείνουμε να ερωτευόμαστε ανθρώπους που έχουν λίγο ως πολύ τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Πόσο όμοιοι είμαστε με τον άνθρωπο που ερωτευόμαστε;
Σίγουρα μοιάζουμε. Ίσως όχι από την αρχή, αλλά στην πορεία φαίνεται να μοιάζουμε ολοένα και περισσότερο με το σύντροφό μας, ειδικά όταν έχουμε περάσει πολλά χρόνια μαζί. Αυτό δεν είναι αρνητικό, είναι μια ένδειξη ισορροπίας.

Τελικά ερωτευόμαστε τον άλλον όπως είναι στην πραγματικότητα ή αυτό που νομίζουμε ότι είναι;
Εδώ θα σας αναφέρω τη γνωστή διαμάχη μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι», το οντολογικό και το φαινομενολογικό ζήτημα δηλαδή. Θα έλεγα ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Αφενός εμείς εισπράττουμε για τον εαυτό μας την εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας και όχι ενδεχομένως αυτό που πραγματικά είμαστε και αφετέρου από τους άλλους βλέπουμε πολύ συχνά αυτό που θέλουμε να δούμε. Υπάρχει, δηλαδή, μια φαινομενολογική προσέγγιση, η οποία δεν είναι κατ’ ανάγκην επιφανειακή. Και η προσέγγιση αυτή είναι δύσκολο να γίνει οντολογική, γιατί δεν γνωρίζουμε πάντα τόσο καλά τον εαυτό μας ώστε να μπορούμε να πούμε ποιοι ακριβώς είμαστε και τι θέλουμε, ούτε όμως και οι άλλοι εκπέμπουν μια εικόνα που να είναι αποτέλεσμα της επίγνωσής τους και της πραγματικότητας.

Μπορεί να υπάρχει όριο στο πόσες φορές θα ερωτευτεί κανείς στη ζωή του;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει τέτοιο όριο. Άλλωστε, δεν είναι ποσοτικό το ζήτημα αλλά ποιοτικό και έχει να κάνει με το βαθμό και την ένταση του συναισθήματος. Μπορεί να ερωτευτούμε πολλές φορές χωρίς να επηρεαστούμε ιδιαίτερα, ενώ από την άλλη πλευρά μία και μόνη φορά ενδέχεται να είναι καθοριστική για τη ζωή μας.

O έρωτας είναι όπως λένε «κεραυνοβόλος»;
Αν δεν υπάρχει αυτό το συναίσθημα που μας παρασύρει, τότε δεν μιλάμε για έρωτα. Πρέπει, ωστόσο, να είμαστε προσεκτικοί στα όσα περιμένουμε, γιατί έχει μυθοποιηθεί τόσο πολύ ο έρωτας, που συχνά φανταζόμαστε ότι θα ζήσουμε κάτι πολύ μεγάλο -αυτό έχει να κάνει με τις αναπαραστάσεις με τις οποίες μεγαλώνουμε- και πολλές φορές απογοητευόμαστε επειδή τα πράγματα δεν είναι έτσι. Από την άλλη, όταν νιώσουμε αυτό το συναίσθημα που μας κατακλύζει, δεν θα πρέπει να μείνουμε μόνο σε αυτό και να ζούμε διαρκώς στα σύννεφα, θα χρειαστεί να δούμε και την πραγματικότητα. Έτσι, στον έρωτα υπάρχουν στάδια· μπορούμε, δηλαδή, καθώς περνάει ο χρόνος, να συνεχίζουμε να είμαστε ερωτευμένοι με το σύντροφό μας και παράλληλα να είμαστε ρεαλιστές.

Πότε ένας έρωτας μπορεί να γίνει σχέση;
Σίγουρα παίζουν ρόλο οι συνθήκες, αλλά δεν υπάρχουν κλισέ. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ένα όριο μέχρι το οποίο διαπραγματευόμαστε κάποια πράγματα, ώστε να προχωρήσει η σχέση. Όλα τα υπόλοιπα μένουν αδιαπραγμάτευτα, γιατί έχουν να κάνουν με τις βασικές μας αρχές, που δεν μπορούμε να παραβούμε. Παρ’ όλα αυτά, το όριο αυτό διαφέρει ανάλογα με το πόσο ώριμοι είμαστε.

O έρωτας φεύγει κάποια στιγμή;
Εγώ θα έλεγα ότι μετουσιώνεται. Μπορεί να φεύγει το πάθος κι ο ενθουσιασμός… γίνεται, όμως, άλλα πράγματα, αγάπη, σεβασμός της προσωπικότητας του άλλου κλπ. Όμως, μπορούμε να ξαναβρούμε τον έρωτα στη σχέση μας, όχι φυσικά με την ίδια ένταση. Θα ξανάρθει όμως αν έχουμε τη διάθεση και προσπαθήσουμε. Από την άλλη, με τον καιρό καταφέρνουμε να ελέγξουμε κάποια αρχέγονα συναισθήματά μας, όπως είναι π.χ. η ζήλια, η οποία είναι και ένα πολύ σημαντικό κίνητρο για τα εγκλήματα πάθους, που γίνονται από ανθρώπους καθ’ όλα «φυσιολογικούς» που επηρεάζονται βέβαια και από τις συγκυρίες (οι εγκληματίες δεν είναι ιδιαίτεροι τύποι ανθρώπων, εν δυνάμει μπορεί να είναι ο καθένας μας).

Γίνονται ακόμα πολλά εγκλήματα πάθους στις σύγχρονες κοινωνίες;
Βέβαια. Και όσο ζούμε σε κοινωνίες όπου υπάρχουν αυτές οι ακραίες συμπεριφορές -γιατί κάθε έγκλημα είναι μια ακραία συμπεριφορά- αυτό σημαίνει ότι πάμε καλά! Ακόμα κι αν αυτό σας φαίνεται αιρετικό, θα λέγαμε ότι το επικίνδυνο θα είναι να φτάσουμε σε κοινωνίες όπου δεν θα έχουμε εγκλήματα από ερωτικό πάθος, γιατί τότε αυτό θα σημαίνει πως έχουμε καταπνίξει τα πάντα μέσα μας.

Ερωτεύονται οι νέοι άνθρωποι σήμερα όπως παλαιότερα;
Ναι. Είναι σημαντικό ότι η κοινωνία μας διευκολύνει -κατά έναν τρόπο- τόσο την έκφραση των συναισθημάτων όσο και τις σχέσεις συγκριτικά με άλλες εποχές. Στο παρελθόν, ο έρωτας είχε συγκεκριμένα πλαίσια -κοινωνικά δεδομένα- μέσα στα οποία μπορούσε να εκφραστεί· για παράδειγμα, δεν επιτρεπόταν σε πολύ νεαρές ή σε πολύ μεγάλες ηλικίες, σε γυναίκες εκτός γάμου κλπ. Στις μέρες μας, οι κοινωνίες είναι πιο χαλαρές, αλλά πάντα -ακόμα και σήμερα- το συναίσθημα του έρωτα εμπεριέχει κοινωνικά δεδομένα.

Είναι καλό που οι κοινωνίες μας αντιμετωπίζουν τις ερωτικές σχέσεις «χαλαρά»;
Νομίζω ότι το να μπορεί κανείς να εκφράζεται, να βιώνει τα συναισθήματά του και να μην υπάρχουν ανασταλτικές κοινωνικές κατασκευές είναι καλό. Ειδικά πάντως για τη χώρα μας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι παραπαίει ανάμεσα σε δύο πρότυπα. Εκτός από το «χαλαρό» πρότυπο, υπάρχει ένα νεοσυντηρητικό πρότυπο – που αναβιώνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συναντάμε, δηλαδή, νέους που βιάζονται να κάνουν οικογένεια και παιδιά, να έχουν σταθερές σχέσεις, να βάλουν τη ζωή τους σε κάποια καλούπια κλπ. Συχνά, μάλιστα, μαζί με αυτά τα νεοσυντηρητικά πρότυπα -που παραπέμπουν σε δομές και νοοτροπίες παλαιότερων εποχών- παρατηρείται και μια επιστροφή προς την θρησκεία και μάλιστα μια τάση να βρουν οι νέοι το σύντροφό τους σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον.

Γιατί συμβαίνει αυτό;
Επειδή οι νέοι βιώνουν τα αδιέξοδα των σύγχρονων κοινωνιών σε ό,τι αφορά την ανεργία, την καριέρα, τις σχέσεις, την ανασφάλεια, την έλλειψη εμπιστοσύνης κ.ά. Έτσι, κάνουν μια συντηρητική στροφή. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, δεν παύει να παρατηρείται η χαλαρότητα, η ευχέρεια με την οποία μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στο σεξ. Επιφανειακά, μπορεί αυτά τα δύο πρότυπα να δημιουργούν μια αντίφαση, αλλά η ελληνική κοινωνία, όπως και πολλές άλλες, έχουν πολλά πρόσωπα.