Κανονικά, είναι αδιαμφισβήτητος. Όταν μας χτυπήσει ο έρωτας, το νιώθουμε σε κάθε μας κύτταρο έως το πιο βαθύ και κρυφό σημείο του εαυτού μας. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να μας γεννήσει απορίες και ανησυχίες, μήπως είναι απλά ένας ενθουσιασμός, αν είναι το κατάλληλο πρόσωπο, αν θα κρατήσει (για πάντα!), αν είναι τελικά ο μεγάλος έρωτας. Μπαίνουμε στον πειρασμό να ορίσουμε τον έρωτα, για να ξέρουμε αν τελικά αγαπάμε κι αν μας αγαπούν πραγματικά…




Δεν είναι τυχαίο ότι τον έρωτα τον φαντάστηκαν σαν ένα μικρό παιδί με φτερά, άπιαστο, ατίθασο, αδέσμευτο, παιχνιδιάρικο. Όσο έντονα και πραγματικά είναι τα συναισθήματα που τον συνοδεύουν, τόσο ξεφεύγει όταν πάει κανείς να τον ορίσει. Όσο το σώμα και η ψυχή μας συντονίζονται απόλυτα στο ρυθμό του, τόσο η λογική μας δεν μπορεί να τον χωρέσει. Όσο η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, οι τέχνες γενικά, ανθίζουν όταν τις αγγίξει, τόσο η επιστήμη αποτυγχάνει όποτε προσπαθήσει να τον προσεγγίσει. Έτσι, λοιπόν, όταν μας απασχολεί ο έρωτας, βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι δύσκολο να μετρηθεί και να αξιολογηθεί. Δεν υπάρχουν «αντικειμενικά στοιχεία» για να φωτίσουν αυτό που είναι ο έρωτας. Ούτε οι καλύτεροί μας φίλοι δεν μπορούν να μας βοηθήσουν. «Μα, για το Θεό, δεν καταλαβαίνω γιατί μένεις μαζί του/της, αφού υπάρχουν τόσες δυσκολίες;», «Μου είναι ανεξήγητο, τι του/της βρίσκει!», είναι φράσεις που υποδηλώνουν ακριβώς αυτό: ότι, όταν ερωτευόμαστε, είμαστε ικανοί να πάμε κόντρα στη λογική, στα έξυπνα επιχειρήματα, στα «σωστά πλάνα» για τη ζωή, ενώ οι άλλοι, που δεν νιώθουν αυτό που νιώθουμε εμείς, παραμένουν παρατηρητές.




Δύο άνθρωποι, δύο διαφορετικοί έρωτες. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να πει ποια είναι τα κριτήρια, τα «σημάδια» που επιβεβαιώνουν ότι αυτό που νιώθουμε είναι έρωτας; Η ευτυχία που μας χαρίζει; Σίγουρα, όχι. Πόσες φορές δεν έχουμε γνωρίσει, ακούσει για ανθρώπους που έχουν υποφέρει ή έχουμε κι εμείς οι ίδιοι υποφέρει από έρωτα; Δεν είναι η ευτυχία, λοιπόν, ούτε η ­αιώ­νια πίστη -γιατί κι αυτή έχει να κάνει με τις προσωπικές αξίες, την ιδιοσυγκρασία του καθενός και δεν είναι αναγκαστικά απόδειξη αληθινού έρωτα-, ούτε βέβαια οι όρκοι, οι υποσχέσεις, τα δώρα. Αν, όμως, όλα αυτά δεν είναι περίτρανες αποδείξεις του έρωτά μας, πώς θα ξέρουμε αν αγαπάμε πραγματικά, αν ζούμε τον αληθινό έρωτα; Υπάρχουν μερικές βασικές ερωτήσεις που ίσως μπορούν να μας βοηθήσουν. Κάποιες από αυτές χρειάζεται να ψάξουμε καλά μέσα μας για να τις απαντήσουμε και κάποιες είναι απλές και εύκολες.





Ο έρωτας είναι μυστήριο τόσο για όποιον τον ζει όσο και για αυτούς που τον παρατηρούν να συμβαίνει. Διαπιστώνουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το γιατί. Κι αυτό επειδή, όσο κι αν μπορούμε να ονομάσουμε μερικά πράγματα που μας ελκύουν στον Άλλον (την ομορφιά, την εξυπνάδα, τα καλά αισθήματα, τις αξίες, την ομοιότητα με κάτι ή κάποιον κλπ.), ξέρουμε ότι μπορεί να γνωρίσαμε κι άλλους ανθρώπους με αυτές τις ιδιότητες, αλλά δεν τους ερωτευτήκαμε. Αυτό που μας έκανε να αγαπήσουμε το συγκεκριμένο άνθρωπο παραμένει ένα μυστήριο. Κάτι που δεν μπορούμε να καθορίσουμε, που μας τραβά όμως το ενδιαφέρον και που, όπως φαίνεται, ταιριάζει με το δικό μας μυστήριο. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μία τουλάχιστον σκοτεινή γωνιά που ποτέ δεν μπορούμε κι εμείς οι ίδιοι να την καταλάβουμε εντελώς, όσο κι αν προσπαθούμε: είναι κατάλοιπα της παιδικής ηλικίας, ανθρώπινο υπαρξιακό κενό, φόβοι και αγωνίες, αλλά και φαντασία και κρυμμένος πλούτος. Όπως κι αν το ονομάσουμε, στον έρωτα συναντιέται αυτό ακριβώς το μυστήριο που έχουμε μέσα μας με το μυστήριο του Άλλου και μας ξυπνά το ενδιαφέρον να τον γνωρίσουμε περισσότερο και μέσα από αυτόν να γνωρίσουμε περισσότερο και τον εαυτό μας: «Mόνο εκείνο το συγκεκρι­μένο πρόσωπο καταφέρνει να ενερ­γοποιεί στον ερωτευμένο αυτόν το μηχανισμό, να φέρνει ξαφνικά στο φως την κρυμμένη του διάσταση», γράφει ο Carotenuto.




Ο έρωτας πάει χέρι-χέρι με το φόβο. Η τάση, η ανάγκη μας, όταν ερωτευτούμε, είναι να στηριχτούμε πάνω στον Άλλον, να εναποθέσουμε πάνω του όλη μας την ύπαρξη και να είμαστε για πάντα ασφαλείς. Είτε μας αρέσει είτε όχι, εξαρτόμαστε σχεδόν απόλυτα από αυτόν/αυτήν, γεγονός που ξυπνά βαθείς, αρχέγονους φόβους αποχωρισμού και απώλειας. Αυτό είναι το ρίσκο του έρωτα που πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν επειδή φοβούνται να εμπιστευτούν και να «αφεθούν». Έτσι, μειώνουν τη σημασία του έρωτα και σηκώνουν τη σημαία τού «καλύτερα μόνος». Όταν ερωτευόμαστε, παραδίνουμε ένα κομμάτι της δύναμής μας στον Άλλον. Αυτό, σε στιγμές εγγύτητας, δίνει μια υπέροχη αίσθηση ασφάλειας και γαλήνης, την αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να μας συμβεί. Σε στιγμές αμφιβολίας, όμως, προκαλεί φόβο ότι, αν ο Άλλος φύγει, είμαστε χαμένοι.




Ο έρωτας είναι επιθυμία για τον Άλλον. Η σωματική επαφή είναι ο πιο άμεσος τρόπος που έχουμε για να αγαπάμε και χωρίς αυτήν κάτι λείπει από τον έρωτα. Με την ερωτική επαφή των σωμάτων εξαλείφουμε όποιες διαφορές και όποια απόσταση υπάρχει μεταξύ μας και, για ένα μικρό διάστημα, γινόμαστε ένα. Είναι τόσο μεγάλη και τόσο δυνατή η ευχαρίστηση και η ικανοποίηση από αυτή τη «συγχώνευση», που την αποζητάμε ξανά και ξανά. Χωρίς έρωτα, η σεξουαλική ευχαρίστηση είναι περισσότερο ένα μέσο για να απαλλαγούμε από μια στιγμιαία ένταση που μας έχει προξενήσει ο άλλος.
Σημαίνει τότε η μείωση της επιθυμίας ότι δεν αγαπάμε πια τον Άλλον; Καθόλου, γιατί ο έρωτας δεν είναι μια κατάσταση διαρκούς διέγερσης και η επιθυμία δεν μπορεί να υπάρχει συνεχώς, πολύ λιγότερο η σεξουαλική διά­θεση. Παρ’ όλα αυτά, η επιθυμία για κοντινή επικοινωνία -και σωματική- με τον Άλλον είναι κάτι που στην αγάπη μεταβάλλεται με το πέρασμα του χρόνου, αλλά επιστρέφει ξανά και ξανά, εκτός αν εγκαταλείψουμε τον εαυτό μας και τον Άλλον.




Ο έρωτας είναι η αναζήτηση του Άλλου, γιατί είναι ο μόνος/η που μας κάνει να αισθανόμαστε πλήρεις. Αυτό που αναζητάμε στον έρωτα είναι κάτι που μας λείπει, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτό, και που ο Άλλος με την παρουσία του και μόνο μας το δίνει. Ταυτόχρονα, ο έρωτας συχνά είναι αυτός που μας φέρνει σε άμεση επαφή με το αίσθημα της μοναξιάς και είναι πάλι αυτός που μπορεί να το απαλύνει. Η έλλειψη, η απουσία του Άλλου είναι πηγή επιθυμίας. Μας δείχνει ότι, όσο κι αν μπορούμε να ζούμε και να κινούμαστε και μόνοι μας, υπάρχει μέσα μας κάτι που αποζητά τον Άλλον και τον χρειάζεται. Και κάτι ακόμη: Όταν μας λείπει, νιώθουμε νοσταλγία, ένα συναίσθημα που συμπίπτει ίσως με το νόημα της ζωής. Όταν νιώθουμε νοσταλγία, αναζητάμε κάτι, πλάθου­με εικόνες, ανατρέχουμε στη μνήμη και τη φαντασία, δημιουργούμε, είμαστε ζωντανοί.





Ο έρωτας, η αγάπη δεν είναι δρόμος στρωμένος με ρόδα, δεν είναι σίγουρα «περνώ καλά forever!». Ο ιταλός ψυχαναλυτής Aldo Carotenuto, στο βιβλίο του «Έρως και Πάθος», εξηγεί γιατί ο έρωτας είναι πολύ περισσότερο από ευτυχισμένες στιγμές: «Όταν εμπλακούμε σοβαρά σε μια ερωτική σχέση, έχουμε το αίσθημα ότι το Εγώ κλονίζεται και χάνουμε τον έλεγχο των πράξεών μας… Αυτό δεν μπορεί να μη μας τρομάζει, αφού η ερωτική εμπειρία μάς υποχρεώνει να ζήσουμε μία από τις πιο βίαιες και συγκλονιστικές εσωτερικές καταστάσεις, αυτήν που πιο πολύ ποθούμε, αλλά και φοβόμαστε… ». Αυτός ακριβώς ο φόβος είναι που αναγκάζει πολλούς να τελειώνουν μια σχέση, όταν νιώθουν ότι εμπλέκονται περισσότερο από όσο θα ήθελαν για να «περνάνε καλά».








Εγώ είμαι σίγουρος/η. Όμως, ο Άλλος το ξέρει; Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση αποδείξεων για την αγάπη του Άλλου. Ρωτάμε: «Μ’ αγαπάς;», ψάχνουμε σημάδια για να βεβαιωθούμε, θέλουμε να ακούμε λόγια αγάπης. Μέσα σε αυτή την -αρκετά παιδική- απαίτηση για επιβεβαίωση της αγάπης του Άλλου, ξεχνάμε πολλές φορές ότι το ίδιο περιμένει κι ο Άλλος από εμάς. Το να δείχνουμε με το δικό μας τρόπο, αλλά χωρίς τσιγκουνιές, την αγάπη που αισθα­νόμαστε, δεν είναι απλά μια προσφορά στον Άλλον. Είναι μεγάλη προσφορά στην ίδια τη σχέση, που δεν μπορεί να διαρκέσει χωρίς να εκφράζει την αγάπη της, αλλά κυρίως στον εαυτό μας, γιατί, όσα κι αν είναι σε θέση να μας δώσει και μας δίνει ο Άλλος, μόνο αυτά που αισθανόμαστε και δίνουμε εμείς είναι εκείνα που πραγματικά μπορούν να κάνουν τον έρωτα μοναδική εμπειρία για τη ζωή μας.