Οι σχέσεις μας με κοντινά, αγαπημένα πρόσωπα έχουν στον πυρήνα τους την αγάπη, το ενδιαφέρον, την αφοσίωση, την τρυφερότητα, τη συνήθεια… τις ενοχές. Τις ενοχές; Μάλιστα! Είτε μας αρέσει είτε όχι, ένα μεγάλο μέρος της αλληλεπίδρασης με τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους βασίζεται στις ενοχές που αυτοί μας δημιουργούν, ασκώντας επάνω μας συναισθηματικούς χειρισμούς, πιέσεις, εκβιασμούς, και που συχνά με τη σειρά μας ανταποδίδουμε…

Μαθήματα χειρισμού από την κούνια
Ο χειρισμός στις σχέσεις είναι από τα πράγματα που μπορεί να πει κανείς ότι τα μαθαίνουμε από την κούνια μας, γι’ αυτό και δεν είναι εύκολο να τον αποφύγουμε εντελώς. Η σχέση με τους γονείς, σχέση κατεξοχήν εξάρτησης και εξουσίας, δύσκολα αποφεύγει χειριστικά τερτί­πια, ακόμη και στις πιο «συνειδητοποιημένες» ­οικογένειες. Έτσι, μαθαίνουμε και αφομοιώνουμε τέτοιες τεχνικές και τις εφαρμόζουμε και στις άλλες μας -σημαντικές- σχέσεις με τρόπο συνήθως αυτόματο. Χειρισμός είναι όταν θυμώ­νουμε και κάνουμε μούτρα, όταν υπενθυμίζουμε στον άλλον όσα έχουμε κάνει γι’ αυτόν, όταν κρατάμε το ­«πάνω χέρι» δείχνοντας άλλα από αυτά που αισθανόμαστε, όταν τον κάνουμε να αμφιβάλλει για τον εαυτό του, γενικά όταν θέλουμε κάτι από τον άλλον και δεν το ζητάμε με το όνομά του. Όλοι μας κάποτε, με κάποιον, σύντροφο, παιδιά, αδέλφια, φίλο, συνάδελφο, έχουμε ­χρησιμοποιήσει τέτοιες τεχνικές, στις οποίες, όσο κι αν τις συνειδητοποιούμε και προσπαθούμε να τις αποφύγουμε, καταφεύγουμε σε στιγμές αδυναμίας.

1. Δημιουργώντας ενοχές
Η Μαριάννα είναι 51 ετών και μοναχοκόρη. Ο πατέρας της πέθανε πριν από 7 χρόνια. Η μητέρα της, 76 ετών, ζει μόνη, μάλλον αποκομμένη από συγγενείς και γνωστούς, είναι απόλυτα υγιής και μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της, στα πρακτικά τουλάχιστον. Συναισθηματικά, όμως, η κόρη της η Μαριάννα και η οικογένειά της είναι το «αποκούμπι» της. Αρκετά απογεύματα μέσα στην εβδομάδα, και σχεδόν όλα τα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές, τις καλοκαιρινές διακοπές, η Μαριάννα παίρνει τη μητέρα της και τη φέρνει σπίτι τους ή την παίρνουν μαζί σε εκδρομές και ταξίδια. Μερικές φορές, ο άνδρας της δυσανασχετεί: Θα ήθελε λίγο περισσότερο προσωπικό χρόνο. Ειδικά όταν τα παιδιά κοιμούνται ή βγαίνουν, τώρα που μεγάλωσαν, θα ήθελε να κάνουν κάτι οι δυο τους. Το ίδιο, φυσικά, θέλει και η Μαριάννα. Κάθε φορά, όμως, που επιχειρεί να πει στη μητέρα της ότι δεν θα πάει να την πάρει, αυτή αντιδρά πάντα με την ίδια ατάκα: «Καταλαβαίνω ότι σας γίνομαι βάρος, αλλά όλο στους τέσσερις τοίχους παρέα με την τηλεόραση… ». Η φράση μένει συνήθως ατελείωτη, αλλά αρκεί για να κάνει τη Μαριάννα να νιώσει εγωίστρια και αδιάφορη που βάζει την καλοπέρασή της πάνω από τη μοναξιά της μητέρας της. Συνήθως πείθει τον άνδρα της να πάνε να την πάρουν και αναβάλλουν τη δική τους διασκέδαση, την οποία παρεμπιπτόντως πραγματικά χρειάζονται, γιατί δουλεύουν πολύ και οι δύο και πάντα ο κοινός τους χρόνος είναι λίγος.
Τι συμβαίνει; Η ιστορία αυτή είναι κλασικό παράδειγμα συναισθηματικού χειρισμού: Η μητέρα της Μαριάννας εκβιάζει -όχι κατ’ ανάγκη συνειδητά- την κόρη της προκαλώντας της ενοχές γι’ αυτό που θέλει να κάνει: Να διασκεδάσει αφήνοντάς τη μόνη. Γιατί το κάνει; Πολύ απλά γιατί με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να ­ικανοποιηθεί η επιθυμία της. Ενοχοποιώντας την κόρη της έμμεσα, δηλαδή υπονοώντας ότι έχει μερίδιο ευθύνης στη δική της δυσαρέσκεια, ατυχία, δυστυχία, ειδικά όταν η σχέση της μαζί της είναι σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης συναισθηματικής εξάρτησης, πετυχαίνει να της αποσπάσει πολλά. Ταυτόχρονα, όμως, εδραιώνεται και διαιωνίζεται η σχέση εξάρτησης, αποτυγχάνοντας να μετατραπεί σε κάτι πιο ισότιμο, δηλαδή σε μια σχέση όπου ο καθένας έχει την ελευθερία να προσφέρει, να έχει αιτήματα ή να αρνηθεί να προσφέρει ή ενίοτε τα αιτήματά του να μη βρίσκουν ανταπόκριση.

2. Θύτες και θύματα
Οικεία σε πολλούς από εμάς είναι η περίπτωση του Ηλία και της Αδριανής. Όπως μας αφηγείται η τελευταία: «Τα πεθερικά μου μας βοηθάνε συνέχεια από την πρώτη στιγμή του γάμου μας. Μας έφτιαξαν το σπίτι όπως το θέλαμε, μας αγόρασαν τα έπιπλα, μας ενισχύουν οικονομικά, μας βοηθάνε με τα παιδιά. Έχουν κλειδί, μένουν στο διπλανό τετράγωνο και μπαινοβγαίνουν όποτε θέλουν, χωρίς να ειδοποιήσουν ή να χτυπήσουν έστω το κουδούνι. Μου είναι πολύ δύσκολο να τους πω ότι θα ήθελα περισσότερη ιδιωτικότητα στο σπίτι μου. Παρεξη­γούνται εύκολα. Ώρες-ώρες, όμως, ασφυκτιώ στο ίδιο μου το σπίτι με αυτή την κατάσταση».
Τι συμβαινει; Αυτό το παράδειγμα δείχνει ότι στη χειριστική σχέση υπάρχουν δύο πλευρές που αλληλοσυμπληρώνονται: Αυτός που χειρίζεται και αυτός που αφήνεται να τον χειριστούν. Πώς γίνεται αυτό; Γιατί ­αφήνουμε να μας κάνουν άλλοι άνθρωποι, έστω και πολύ αγαπητοί, «τη ζωή πατίνι» χωρίς να κάνουμε κάτι γι’ αυτό; Γιατί δεν αμυνόμαστε, αλλά υπομένουμε δυσανασχετώντας σιωπηλά; Η απάντηση δίνεται στην τρίτη ιστορία…



Χίλιοι και ένας τρόποι χειρισμού

Όσο συνήθης είναι ο χειρισμός στις ανθρώπινες σχέσεις, άλλο τόσο είναι και περίπλοκος. Μερικοί άνθρωποι, για παράδειγμα, είναι τόσο ικανοί στο να χειρίζονται τους άλλους, που είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς το χειρισμό και ακόμη πιο δύσκολο να τον αποφύγει. Όπως, για παράδειγμα, η μητέρα που έχει τεθεί στην υπηρεσία του παιδιού της με συνεχείς παροχές -που κανείς δεν της ζήτησε, αλλά ούτε και αρνήθηκε να δεχτεί-, ώστε φαντάζει σαν ύβρις και μεγάλη αγνωμοσύνη κάθε προσπάθεια αυτονόμησης και χειραφέτησής του. Μερικοί από τους πιο συνη­θισμένους τύπους χειραγώγησης είναι οι εξής:

● Ο τιμωρός, που απειλεί με ποινές: «Αν φύγεις, δεν πρόκειται να ξαναδείς τα παιδιά».

● Αυτός που αυτομαστιγώνεται και στρέφει την απειλή προς τον εαυτό του:
«Αν συμβεί αυτό, θα κάνω κακό στον εαυτό μου».

● Ο μάρτυρας, το αιώνιο θύμα: «Εμένα με σκέφτεσαι ποτέ όταν τα κάνεις αυτά;»

● Αυτός που υπόσχεται αντα­πό­δοση: «Αν δεχτείς, θα με έχεις πάντα στο πλευρό σου».

● Αυτός που «εξαργυρώνει» τις υποχρεώσεις που του έχει κάποιος άλλος: «Εγώ μια ζωή σου προσέφερα κι εσύ μου το ανταποδίδεις έτσι;»



3. Η τυραννία της εικόνας μας
Ας πούμε ότι μια φίλη μας θέλει πάλι, όπως μέρα παρά μέρα σχεδόν, να ’ρθει να μας δει για να κλάψει για χιλιοστή φορά στον καναπέ μας για την άτυχη ερωτική ζωή της. Αν της πούμε ότι δεν μπορούμε γιατί έχουμε κανονίσει κάτι, η αντίδρασή της «Ούτε εσύ δεν μ’ αντέχεις πια» μας γεμί­ζει ενοχές, γιατί σύμφωνα με το αξιακό μας σύστημα οφείλουμε να συμπαραστεκόμαστε στους φίλους μας και δεν θέλουμε να μας βλέπουν σαν αδιάφορους. Έτσι, συνεχίζουμε να υποκύπτουμε, αγνοώντας την πραγματική μας διάθεση και κάνοντας ταυτόχρονα τη φίλη μας όλο και πιο «αντιπαθητική» για εμάς.
Τι συμβαίνει; Αυτός που χειρίζεται στοχεύει κατευθείαν στην ανάγκη μας να έχουν οι άλλοι καλή εντύπωση από εμάς, να είμαστε σωστοί και εντάξει ως προς τις οικογενειακές, τις κοινωνικές, τις ηθικές μας αξίες. Αν, ωστόσο, εμείς ενδώσουμε, η ζημιά είναι διπλή. Από τη μια δεν θέλουμε να είμαστε αχάριστοι γιοι ή κόρες και από την άλλη νιώθουμε τους γονείς σαν βάρος. Με τον ίδιο τρόπο, θέλουμε να είμαστε καλοί γονείς, αλλά υποψιαζόμαστε ότι μεγαλώνουμε τυράννους, ενώ αντίστοιχα στο χώρο της δουλειάς μας θέλουμε να μιλάνε όλοι με τα καλύτερα λόγια για εμάς, αλλά φορτωνόμαστε πολύ μεγα­λύτερο φορτίο από αυτό που αντέχουμε.

Ας ελιχθούμε, λοιπόν…
Υπάρχουν, όμως, άνθρωποι που μας χειρίζονται συνεχώς και με τους οποίους η σχέση μας είναι τέτοια που είναι δύσκολο να τους αποφύγουμε. ­Μπορούμε να αμυνθούμε; Ας δούμε μερικούς τρόπους αντίστασης και ελιγμού. Όπως είπαμε, το χειριστικό άτομο συνήθως απευθύνεται στην καλή εικόνα που θέλουμε να έχουν οι άλλοι για εμάς και μας αναγκάζει να στρεφόμαστε με αυστηρή ματιά προς τον εαυτό μας: «Είμαι εγωιστής», «Είμαι αγνώμων», «Δεν είμαι καλή φίλη», «Δεν αξίζω». Χρειάζεται, όμως, για να προσπεράσει κανείς αυτή την παγίδα, να κάνει ένα βήμα πιο πέρα από τη στιγμιαία κατάσταση και να αναλο­γιστεί: › «Είμαι πράγματι εγωιστής; Τόσα χρόνια δεν τους σκέφτομαι και τους φροντίζω συνεχώς;» › «Είναι αλήθεια ότι δεν είμαι καλή φίλη, δεν την έχω πάντα βοηθήσει όταν έχει προβλήματα;».

«Δεν είμαι σαν τον καθένα»
Χρειάζεται, δηλαδή, να επιβεβαιώσουμε εμείς στον εαυτό μας αυτό που το χειριστικό άτομο θέτει υπό αμφισβήτηση για να εξυπηρετήσει το σκοπό του. Αυτό μας διευκολύνει στο να οριοθετηθούμε απέναντι στις χειριστικές και προκλητικές πολλές φορές- μανούβρες και να απαντήσουμε με ψυχραιμία: «Αυτή είναι η δική σου άποψη» «Εγώ ξέρω ότι έχω κάνει πάντα αυτό που όφειλα να κάνω» «Ακόμη κι αν λες ότι ο καθένας αυτό θα έκανε, εγώ δεν είμαι σαν τον καθένα». Ένας άλλος τρόπος είναι να φέρουμε αντιμέτωπο τον άλλο με αυτό που μας ζητά χωρίς να το εκφράζει, εφόσον διακρίνουμε τι είναι αυτό κι εφόσον φυσικά αυτή η κατά μέτωπο κουβέντα δεν είναι πολύ δυσάρεστη και για εμάς: «Πρέπει να μπαινοβγαίνετε όποτε θέλετε στο σπίτι μας για να σας δείχνουμε ότι σας αγαπάμε;». Με αυτό τον τρόπο, μας δίνεται η δυνατότητα, εφόσον το θέλουμε, να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας.



Οι ελληνίδες μαμάδες που λιποθυμούν και… άλλα κόλπα

Η ελληνική οικογένεια είναι, δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό «εκκολαπτήριο» χειριστικών σχέσεων. Αυτό καθρεφτίζεται καθαρά, συχνά με αρκετή δόση χιούμορ και άλλοτε δραματοποιημένα, εδώ και δεκαετίες στον ελληνικό κινηματογράφο και στα τηλεοπτικά σίριαλ και μάλιστα οι μέθοδοι συνεχώς εξελίσσονται! Οι μαμάδες που λιποθυμούν ή παθαίνουν την καρδιά τους όταν τα βλαστάρια τους αντιτίθενται στις επιθυ­μίες τους ήταν και είναι μια πολύ δημοφιλής τεχνική χειρισμού, χωρίς να λείπουν όμως και οι καλοπροαίρετοι διαμε­σολαβητές («Μίλα του κι εσύ που σ’ αγαπάει»), η προσπάθεια εκλογίκευσης («Εσύ ήσουν πάντα έξυπνο παιδί, δεν καταλαβαίνεις πως αυτό που κάνεις… »), η κρυφή υπονόμευση των στόχων του άλλου («Όταν πάρει είδηση, θα είναι πια αργά»), οι απειλές («Αν το κάνεις, μην περιμένεις δεκάρα από μένα»)… – ο κατάλογος είναι μακρύς, γεγονός που αποδεικνύει την τρομερή ευρηματικότητα στις μεθόδους χειραγώ­γησης των, κατά τα άλλα, αγαπημένων προσώπων.



Καλύτερα να σου βγει το μάτι…
Η άρνηση του χειρισμού σημαίνει, βέβαια, ότι κάποιες φορές μπορεί να μας βάλουν τη «στάμπα» της «κακιάς κόρης», «του αναίσθητου φίλου», «του εγωιστή συζύγου», να στιγματίσουν, δηλαδή, την ιδανική εικόνα του εαυτού μας, κι αυτό δεν είναι ευχάριστο. Κάποιοι μπορεί να σταμα­τήσουν να μας «αγαπούν». Αξίζουν, όμως, πράγματι όλες οι χειριστικές σχέσεις τόσο, ώστε να θυσιάζουμε σε αυτές τόση από την προσωπική μας ηρεμία και ελευθερία;

Η κ. Λουίζα Βογιατζή είναι συμβουλευτική ψυχολόγος.