Μην εκπλαγείτε, αν δείτε τις τιμές των ορμονών του θυρεοειδούς σας να παρουσιάζουν απρόσμενες αυξήσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Oι ειδικοί εξηγούν ότι η ορμονική «έκρηξη» που συνοδεύει την εγκυμοσύνη επηρεάζει, μεταξύ άλλων, και την έκκριση αυτών των ορμονών που ο ρόλος τους είναι να ρυθμίζουν το μεταβολισμό.
Συγκεκριμένα, αυξάνονται οι τιμές της λεγόμενης ολικής Τ3 και Τ4, ενώ οι τιμές της ελεύθερης Τ3 και Τ4, καθώς και της ορμόνης TSH παραμένουν σταθερές. Oι αλλαγές αυτές θεωρούνται φυσιολογικές και αναμενόμενες.
Υπάρχουν, όμως, και ορισμένες μεταβολές στη λειτουργία του θυρεοειδούς που υποκρύπτουν κάποιο πρόβλημα και μπορεί να παρουσιαστούν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σε αυτή την περίπτωση, αλλά και όταν το πρόβλημα προϋπάρχει της εγκυμοσύνης, πρέπει να λάβετε την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και να παρακολουθείτε συστηματικά το θυρεοειδή σας.


Αν και δεν υπάρχουν «επίσημες» οδηγίες για το πότε πρέπει να γίνεται ο έλεγχος ρουτίνας του θυρεοειδούς στις εγκύους, επειδή οι παθήσεις του είναι συχνές στη χώρα μας (και γενικά στις μεσογειακές χώρες), καλό είναι ο αιματολογικός έλεγχος των θυρεοειδικών ορμονών να γίνεται στην αρχή της εγκυμοσύνης.
O λόγος είναι απλός: O ορμονολογικός έλεγχος είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποκαλυφθεί μια πάθηση του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όταν η γυναίκα δεν είχε ποτέ προηγουμένως αντίστοιχο πρόβλημα! Τα πιθανά συμπτώματα (π.χ. η κόπωση και η αύξηση του βάρους, που συνοδεύουν τον υποθυρεοειδισμό, ή η ευερεθιστότητα και η ταχυκαρδία, που οφείλονται στον υπερθυρεοειδισμό) «καλύπτονται» από τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης, οπότε οι εξετάσεις είναι ο μόνος τρόπος για να φανεί αν τελικά αυτά οφείλονται σε θυρεοειδική δυσλειτουργία ή αποκλειστικά στην εγκυμοσύνη.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να εξεταστείτε στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, επειδή κατά τη διάρκεια των πρώτων 10-12 εβδομάδων -φάση κατά την οποία διαμορφώνονται τα ζωτικά όργανά του- το έμβρυο εξαρτάται αποκλειστικά από τη μητέρα του για την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών, που συμβάλλουν στη νευρολογική του ανάπτυξη. Εάν οι εξετάσεις σας είναι φυσιολογικές και δεν έχετε προϋπάρχουσα θυρεοειδοπάθεια, τότε δεν χρειάζεται να τις επαναλάβετε. Εάν, όμως, φανεί κάποιο πρόβλημα στη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη λήψη των κατάλληλων φαρμάκων, τα οποία θα σας συστήσει ο ενδοκρινολόγος σας.


O υποθυρεοειδισμός είναι η συχνότερη διαταραχή του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Oι έγκυοι με υποθυρεοειδική νόσο ανέρχονται στο 3%. Σε αυτές, περιλαμβάνονται τόσο οι γυναίκες που διαπίστωσαν για πρώτη φορά τη νόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και εκείνες με προϋπάρχοντα υποθυρεοειδισμό.
Σε όποια κατηγορία κι αν ανήκετε, είναι σημαντικό να προβείτε σε αιματολογικό έλεγχο των θυρεοειδικών ορμονών στην αρχή της εγκυμοσύνης και να τον επαναλαμβάνετε συστηματικά, π.χ. κάθε 6 εβδομάδες ή συχνότερα, σύμφωνα με τις οδηγίες του ενδοκρινολόγου σας.
Oι ενδοκρινολόγοι προειδοποιούν ότι ο βαρύς υποθυρεοειδισμός, αν δεν αντιμετωπιστεί φαρμακευτικά, μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις (υπέρταση της εγκύου, αποκόλληση του πλακούντα, πρόωρο τοκετό, νεογνό λιποβαρές ή με νοητική στέρηση).
Για την αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού χορηγείται θυροξίνη. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, απαιτείται σταδιακή αύξηση της δόσης της θυροξίνης κατά 25-50%, σε σύγκριση με τη δόση που προσλαμβάνει μια γυναίκα που δεν είναι έγκυος. Η λήψη θυροξίνης θεωρείται όχι μόνο ασφαλής, αλλά και αναγκαία για εσάς και το μωρό σας, επειδή εξασφαλίζει την επάρκεια των θυρεοειδικών ορμονών.
Μετά τον τοκετό, το πιθανότερο είναι να επανέλθετε στα προ εγκυμοσύνης επίπεδα, όσον αφορά τις τιμές των θυρεοειδικών ορμονών και την πιθανή δόση της θυροξίνης που λαμβάνετε, κάτι που θα διαπιστωθεί με νέο εργαστηριακό έλεγχο και κλινική εξέταση από τον ενδοκρινολόγο σας.


O υπερθυρεοειδισμός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρουσιάζεται περίπου σε 1 στις 1.000 εγκύους. Στο 80-85% των περιπτώσεων, αφορά τη νόσο Graves (αυτοάνοση μορφή υπερθυρεοειδισμού, όπου ο ίδιος ο οργανισμός παράγει αντισώματα εναντίον του θυρεοειδούς αδένα του). O υπερθυρεοειδισμός μπορεί, επίσης, να προϋπάρχει της εγκυμοσύνης. Και στις δύο περιπτώσεις, ο τρόπος αντιμετώπισης συνίσταται στη λήψη φαρμάκων.
Τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα είναι η προπυλθειουρακίλη και η μεθιμαζόλη. Η πρώτη θεωρείται πιο ασφαλής σε σύγκριση με τη δεύτερη, η λήψη της οποίας έχει συνδεθεί περισσότερο με επιπλοκές στο έμβρυο (συγγενείς ανωμαλίες). Γι’ αυτό και ο ενδοκρινολόγος σας θα σας χορηγήσει την προπυλθειουρακίλη στη μικρότερη δυνατή δόση που θεωρείται αποτελεσματική για την ομαλή λειτουργία του αδένα σας. Για την κατάλληλη ρύθμιση της δόσης, οφείλετε να επαναλαμβάνετε τις εξετάσεις του θυρεοειδούς κάθε 2-4 εβδομάδες.
Oι γιατροί τονίζουν ότι πρέπει να χορηγείται έγκαιρα αντιθυρεοειδική αγωγή για το καλό τόσο της μητέρας όσο και του μωρού, γιατί ο υπερθυρεοειδισμός έχει συσχετιστεί με:• αποβολές (ιδίως στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης) • προεκλαμψία (οίδημα και αύξηση της αρτηριακής πίεσης της εγκύου κατά το τελευταίο τρίμηνο) • πρόωρο τοκετό • γέννηση θνησιγενών βρεφών. Επιπλέον, όταν δεν αντιμετωπίζεται ο υπερθυρεοειδισμός της εγκύου, τότε ενδέχεται να γίνει και το μωρό υπερθυρεοειδικό. Αυτό συμβαίνει επειδή τα αντισώματα που στρέφονται κατά του θυρεοειδούς της μητέρας μπορεί να περάσουν, μέσω του πλακούντα, στο έμβρυο. Επομένως, από τη στιγμή που έχετε υπερθυρεοειδισμό, απαιτείται και η παρακολούθηση του θυρεοειδούς του εμβρύου (με υπερηχογραφήματα). Εάν διαπιστωθεί ότι το μωρό είναι υπερθυρεοειδικό, τότε η αγωγή που λαμβάνετε εσείς ωφελεί και εκείνο, ενώ μετά τον τοκετό το παιδί σας θα πρέπει να αρχίσει αντιθυρεοειδική θεραπεία.



Υπάρχει μία κατηγορία γυναικών που οι ενδοκρινολόγοι τοποθετούν σε μια «γκρίζα ζώνη», όσον αφορά τη λειτουργία του θυρεοειδούς τους. Πρόκειται για τις γυναίκες που γνωρίζουν ήδη ότι έχουν αυξημένα αντισώματα κατά του θυρεοειδούς τους ή το ανακαλύπτουν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Oι γυναίκες αυτές έχουν μεν αυξημένα αντισώματα κατά του θυρεοειδούς, αλλά οι τιμές των θυρεοειδικών ορμονών τους είναι φυσιολογικές. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται «ευθυρεοειδισμός σε έδαφος αυτοάνοσης θυρεοειδοπάθειας». Τα αυξημένα αντισώματα αποτελούν «αποδεικτικό στοιχείο» ότι υπάρχει μια προδιάθεση για την εκδήλωση υποθυρεοειδισμού. Επιπλέον, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, οι γυναίκες αυτές κινδυνεύουν περισσότερο να αποβάλουν ή να εκδηλώσουν θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό. Κατά κανόνα, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ενδοκρινολόγοι δεν χορηγούν θυροξίνη, επειδή δεν είναι ευρέως αποδεκτό ότι ωφελεί. Εάν, όμως, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η γυναίκα γίνει υποθυρεοειδική, τότε λαμβάνει θυροξίνη.



Εάν ανήκετε στις γυναίκες της «γκρίζας ζώνης», είναι πιθανό να μην παρουσιάσετε υποθυρεοειδισμό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά να εκδηλώσετε θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό. Η θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό αποτελεί σχετικά συχνή ενδοκρινική διαταραχή – παρουσιάζεται στο 10% των γυναικών, 2-3 μήνες μετά τη γέννα. Γι’ αυτό και οι γυναίκες με αυξημένα αντισώματα κατά του θυρεοειδούς πρέπει να εξετάζονται τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και μετά. Η θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό, κατά κανόνα, δεν έχει έντονα συμπτώματα και για την αντιμετώπισή της χορηγείται θυροξίνη (όταν η γυναίκα είναι στη φάση του υποθυρεοειδισμού). Εάν η πάθηση είναι μη αναστρέψιμη, τότε η αγωγή λαμβάνεται διά βίου. Για να διαπιστωθεί, αν η κατάσταση είναι μόνιμη ή αναστρέψιμη, οι ενδοκρινολόγοι διακόπτουν για λίγες εβδομάδες τη λήψη της θυροξίνης. Εάν ο θυρεοειδής αρχίσει να λειτουργεί φυσιολογικά, αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα δεν έχει ανάγκη θεραπείας. Εάν, όμως, ο αδένας αρχίζει να υπολειτουργεί, τότε η αγωγή με θυροξίνη συνεχίζεται διά βίου.


Εάν έχετε όζους στο θυρεοειδή σας, αυτοί είναι πιθανό να αυξηθούν ελαφρώς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κάτι που θεωρείται αναμενόμενο. Oι ενδοκρινολόγοι εξηγούν ότι τυχόν προβλήματα των όζων, κατά κανόνα, αντιμετωπίζονται μετά τον τοκετό, ενώ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η παρακολούθηση των όζων γίνεται με υπερηχογραφήματα, εφόσον κρίνεται απαραίτητο. Στο σπάνιο ενδεχόμενο να συστηθεί η χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (στην περίπτωση καρκίνου του αδένα), αυτό μπορεί να γίνει στο δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, πριν από την 24η εβδομάδα, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος της αποβολής.



Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Γεώργιο Τροβά, ενδοκρινολόγο, υπεύθυνο του Εργαστηρίου Έρευνας Παθήσεων του Μυοσκελετικού Συστήματος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείο «ΚΑΤ».