Με σχήμα και μέγεθος κάστανου, ο προστάτης παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ανδρικού οργανισμού, που όμως δεν έχει ακόμη πλήρως διευκρινιστεί. Παράγει πάντως το 1/3 περίπου του σπερματικού υγρού και κατά πά­σα πιθανότητα συμμετέχει στη γονιμότητα. Επίσης, πιθανότατα προστατεύει και την κύστη από την είσοδο μικροβίων μέσω της ουρήθρας, με αποτέλεσμα να προλαμβάνονται οι υποτροπιάζουσες κυστίτιδες στους άνδρες. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον προστάτη αναπτύσσεται κακοήθεια. Ευτυχώς, όμως, χάρη στην πρόληψη και τις σύγχρονες μεθόδους της επιστήμης, εντοπίζονται και αντιμετωπίζονται εγκαίρως τα κρούσματα εκείνα που κατά το παρελθόν θα έμεναν αδιάγνωστα. Επιπλέον, η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται συνεχώς προς αναζήτηση νέων θεραπειών. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, η επιστήμη έχει κάνει θεαματική πρόοδο σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς νέες ανακαλύψεις αυξάνουν το προσδόκιμο επιβίωσης, αλλά και την ποιότητα ζωής των ασθενών.


Μια νέα θεραπεία βελτιώνει σημαντικά την επιβίωση ασθενών με προχωρημένο καρκίνο του προστάτη, που, ενώ αρχικά ανταποκρίνεται στην ορμονοθεραπεία, στη συνέχεια γίνεται ανθεκτικός σε αυτήν και εξακολουθεί να εξελίσσεται με μεταστάσεις -κυρίως στα οστά. Για πολλά χρόνια, η χημειοθεραπεία με μιτοξαντρόνη και πρεδνιζόνη σε ασθενείς με το λεγόμενο ορμονοάντοχο καρκίνο του προστάτη είχε μόνο ανακουφιστικό ρόλο και δεν ­συνέβαλλε στην παράταση της επιβίωσης του ασθενούς.
Σήμερα, όμως, τα δεδομένα αλλάζουν με ένα φάρμακο που δίνει νέα προοπτική στην ­αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη. Πρόκειται για την ουσία ντοσεταξέλη, με τη χορήγηση της οποίας καταγράφηκε σημαντική βελτίωση του ­προσδόκιμου επιβίωσης (κατά 14-16 μήνες σε σχέση με τις μέχρι τώρα υφιστάμενες θεραπείες). Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα μακροχρόνιας διεθνούς κλινικής μελέτης έδειξαν ότι αυξήθηκε το προσδόκιμο ζωής και μειώθηκε ο κίνδυνος θανάτου κατά 21% σε όσους ασθενείς χορηγούνταν ανά 3 εβδομάδες χημειοθεραπεία με ντοσεταξέλη και πρεδνιζόνη αντί της καθιερωμένης χημειοθεραπείας (μιτοξαντρόνη και πρεδνιζόνη). Επιπλέον, βελτιώθηκαν τα επίπεδα του PSA (καρκινικού δείκτη) στο αίμα και οι ασθενείς είχαν σαφώς καλύτερη ποιότητα ζωής. Η θεραπεία αυτή βρίσκεται ήδη στα χέρια των γιατρών και εφαρμόζεται.







Ελπιδοφόρα αποτελέσματα στη μάχη κατά του καρκίνου του προστάτη δίνει και ένα νέο φάρμακο που συρρικνώνει τους όγκους. Αυτά ανακοίνωσαν βρετανοί επιστήμονες, οι οποίοι θεωρούν ότι μπορούν πλέον να βοηθήσουν το 80% των ασθενών που έχουν προσβληθεί από τις πλέον επιθετικές μορφές καρκίνου του προστάτη.
Το νέο φάρμακο λέγεται αμπιρατερόνη και επιδρά με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα. Λαμβάνεται σε χάπι και προκαλεί λίγες παρενέργειες. Η έρευνα διεξήχθη από το Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο και το Νοσοκομείο «Royal Marsden» του Λονδίνου. Το φάρμακο έχει δοθεί σε 250 ασθενείς με ποσοστό επιτυχίας 80%.
Ο επικεφαλής της έρευνας Γιόχαν ντε Μπόνο δηλώνει αισιόδοξος και εκτιμά ότι το φάρμακο αυτό θα εγκριθεί σε 2-3 χρόνια. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα και η τοξικότητά του, το κατά πόσο δηλαδή υπερέχει σε σχέση με τις υφιστάμενες θεραπείες, μένει να επαληθευτεί στην κλινική πράξη.


Η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται πλέον κοντά στην επινόηση ενός γενετικού τεστ, με τη βοήθεια του ­οποίου θα μπορούν να εντοπίζονται οι άνδρες που κινδυνεύουν να αναπτύξουν καρκίνο του προστάτη. Όσοι διαπιστώνεται ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο, θα μπορούν να ελέγχονται συστηματικά και να υποβάλλονται νωρίς σε θεραπεία, στην περίπτωση που επαληθευτεί η ύπαρξη της νόσου.
Το νέο τεστ βασίζεται στον εντοπισμό 12 νέων γονιδίων που συνδέονται με τον καρκίνο του προστάτη. Οι ανακαλύψεις των γονιδίων δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση «Nature Genetics» και αναμένεται να βοηθήσουν στην ανάπτυξη και άλλων διαγνωστικών τεστ, αλλά και στη δημιουργία νέων θεραπειών.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τέτοια διαγνωστικά τεστ θα μπορούν να είναι διαθέσιμα μέσα σε 3-4 χρόνια.



Και σήμερα είναι δυνατή η πρώιμη διάγνωση για καρκίνο του προστάτη με την εξέταση του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA), που γίνεται με απλή λήψη αίματος. Το PSA είναι ένας πολύ σημαντικός καρκινικός δείκτης, αλλά έχει ένα αδύνατο σημείο: Ενώ, όταν υπάρχει καρκίνος, τον εντοπίζει σε πολύ υψηλά ποσοστά (υψηλή διαγνωστική ευαισθησία), εντούτοις αυξάνεται και σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει καρκίνος (σχετικά χαμηλή ειδικότητα).





Οι τεχνικές εξελίξεις στη χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη, όπως εκείνη της ρομποτικά υποβοηθούμενης λαπαροσκοπικής ολικής αφαίρεσης του προ­στάτη ή της ανοιχτής ολικής αφαίρεσης, έχουν περιο­ρίσει σημαντικά τη συχνότητα των επιπλοκών, π.χ. την ακράτεια των ούρων και τη στυτική δυσλειτουργία, ενώ έχουν μειώσει και το χρόνο ανάρρωσης. Συγκεκριμένα:
αποτελεί την πιο πρόσφατη, παγκοσμίως, εξέλιξη στον τομέα της ριζικής προστατεκτομής. Δίνει μεγάλες δυνατότητες λεπτών χειρισμών στους χειρουργούς και καθιστά τις χειρουργικές επεμβάσεις λιγότερο επώδυνες και αιματηρές, καθώς οι επεμβάσεις γίνονται πλέον με τομές λίγων χιλιοστών. Το μειονέκτημα της μεθόδου είναι το υψηλό οικονομικό της κόστος, καθώς και το ότι είναι χρονοβόρα διαδικασία. Το ρομπότ δεν αντικαθιστά το χειρουργό, αλλά λειτουργεί υπό τον πλήρη έλεγχο και την καθοδήγηση του γιατρού. Στην Ελλάδα υπάρχουν ήδη νοσοκομεία εξοπλισμένα με το ρομποτικό σύστημα.
έχει πλέον εξελιχθεί σε βαθμό τέτοιο που να εξακολουθεί και σήμερα, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις, να αποτελεί εξίσου αξιόπιστη μέθοδο αντιμετώπισης του καρκίνου του προστάτη. Τα καινούργια και πλέον σύγχρονα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι χειρουργοί-ουρολόγοι καθιστούν τις επεμβάσεις πιο ακριβείς και πιο σύντομες, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν και το μετεγχειρητικό πόνο.
τελευταία επιστρατεύεται και στην αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη, καθώς και άλλων ουρολογικών προβλημάτων. Οι ειδικοί, χρησιμοποιώντας ρομποτική τεχνολογία, «θεραπεύουν» με ακτίνες αντί με χειρουργικό νυστέρι και έτσι επιτυγχάνουν μια αναίμακτη επέμβαση που: Δεν απαιτεί νάρκωση. ›Δεν προκαλεί πόνο ή κάποιο άλλο δυσάρεστο αίσθημα, π.χ. ζάλη, ναυτία κλπ. Δεν αφήνει σημάδι στο δέρμα, αφού δεν γίνεται τομή. Το ρομποτικό αυτό σύστημα είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να ακτινοβολεί την πάσχουσα περιοχή, εκτελώντας με μεγάλη ακρίβεια κινήσεις που ελέγχονται από ένα γρήγορο και ισχυρό ηλεκτρονικό υπολογιστή, ο οποίος δεν επιτρέπει σφάλμα απόκλισης μεγαλύτερο των 0,2 χιλιοστών. Ωστόσο, χρειάζεται ­ακόμη χρόνος για να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης μεθόδου σε σχέση με τις υφιστάμενες χειρουργικές τεχνικές. ●


Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Μιχάλη Μπουρούνη, διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντή της Ουρολογικής Κλινικής στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών.