Συναντήσαμε έναν από τους εξέχοντες έλληνες επιστήμονες, τον κ. Κωνσταντίνο Τσιούφη, καθηγητή-διευθυντή Α΄ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Ιπποκρατείου Γ.Ν. Αθηνών, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης (2018-19), για να ενημερωθούμε για όλα εκείνα που την ωφελούν, αλλά και τη βλάπτουν, για τα διαθέσιμα φάρμακα, τις θεραπείες και φυσικά τις σπουδαίες εξετάσεις με τις οποίες μπορούν να διαγνωσθούν εύκολα και με ακρίβεια οι καρδιοπάθειες.

Στις αναπτυγμένες χώρες τα καρδιαγγειακά επεισόδια, κυρίως το έμφραγμα, ευθύνονται για τους μισούς περίπου θανάτους στους ενηλίκους. H υπέρταση – η σταθερά αυξημένη δηλαδή αρτηριακή πίεση – αποτελεί την πιο συχνή χρόνια νόσο και έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες θνησιμότητας, νοσηρότητας και κακής ποιότητας ζωής.

Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί σημαντικό παράγοντα θνησιμότητας και νοσηρότητας διότι συνδέεται ισχυρά με την εμφάνιση στεφανιαίων συνδρόμων και εμφραγμάτων, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, νεφρικής ανεπάρκειας και τύφλωσης.

Κύριε Τσιούφη, η υπέρταση είναι σιωπηλή νόσος χωρίς συμπτώματα ή ενοχλήματα και απειλεί σοβαρά την καρδιά μας και όχι μόνο. Τι δείχνουν οι αριθμοί;

«Η αρτηριακή υπέρταση που ορίζεται σε επίπεδα αρτηριακής πίεσης (μετρούμενη στο ιατρείο) υψηλότερα ή ίσα με 140/90 mmHg., αποτελεί κύριο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα σε παγκόσμια κλίμακα.

Εμφανίζεται σε όλο το ηλικιακό φάσμα, σε όλες τις εθνότητες και στα δύο φύλα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η υπέρταση εμφανίζεται στο 30-45% του ενήλικου πληθυσμού. Το 2015 τα εξακριβωμένα υπερτασικά άτομα στον πλανήτη έφτασαν τα 1,13 δισεκατομμύρια και η υπέρταση σχετίστηκε με πάνω από 10 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους στον κόσμο.

Υπολογίζεται ότι 1 στους 4 άνδρες και 1 στις 5 γυναίκες έχουν υπέρταση.

Δυστυχώς, παρά τις αυξανόμενες προσπάθειες για ενημέρωση του πληθυσμού αναφορικά με το όφελος από την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της υπέρτασης αρκετοί υπερτασικοί παραμένουν αδιάγνωστοι, ενώ το ποσοστό των γνωστών υπερτασικών ατόμων που ελέγχουν αποτελεσματικά τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης είναι κάτω του 20%».

Τι ρόλο παίζει η μικρή και τι η μεγάλη πίεση;

«Σε μία πρόσφατη μελέτη της Α΄ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής, μεταξύ 600 περίπου υπερτασικών ασθενών, αυτοί με αυξημένα επίπεδα της μεγάλης πίεσης αλλά όχι της μικρής είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να πάθουν κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο (εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα στην καρδιά) εντός 5ετίας σε σχέση με υπερτασικούς που έχουν αυξημένα επίπεδα τόσο της μεγάλης όσο και της μικρής πίεσης ή σε σχέση με υπερτασικούς που είχαν αυξημένα επίπεδα της μικρής και όχι της μεγάλης.

Το εύρημα αυτό δείχνει ότι τόσο η μεγάλη όσο και η μικρή πίεση δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τον μελλοντικό κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων σε υπερτασικούς και ότι η μεγάλη πίεση δεν είναι περισσότερο σημαντική από τη μικρή πίεση ή το αντίστροφο».

Πώς θα επιτευχθεί ο στόχος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης κατά 25% τα επόμενα χρόνια;

«Η μείωση της αρτηριακής υπέρτασης κατά 25% αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας καθώς συνεπάγεται και μείωση καρδιαγγειακών επεισοδίων, νεφρικής ανεπάρκειας και άλλων νοσημάτων.

Πρωταρχικό ρόλο θα διαδραματίσουν οι εκστρατείες ευαισθητοποίησης τόσο του κοινού σχετικά με την πρόληψη της υπέρτασης και τη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή, αλλά και των ιατρών όσον αφορά την έγκαιρη διάγνωση, τη βέλτιστη θεραπεία και την κατάλληλη παρακολούθηση των υπερτασικών ασθενών.

Η ανάπτυξη πολυχαπιών που μειώνουν τον αριθμό των σκευασμάτων που λαμβάνει ο ασθενής αναμένεται να αποτελέσει σημαντικό όπλο στη φαρέτρα μας ενάντια στην έλλειψη συμμόρφωσης στη φαρμακευτική αγωγή, έναν από τους κυριότερους παράγοντες αρρύθμιστης πίεσης σε υπερτασικούς ασθενείς. Επιπλέον η τεχνολογία με την ανάπτυξη εφαρμογών τηλεπαρακολούθησης είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο».

Ξέρουμε όλοι ότι το αυξημένο βάρος κουράζει την καρδιά μας. Παίζει ρόλο ωστόσο και το πού συγκεντρώνεται το λίπος στο σώμα μας;

«H παχυσαρκία αποτελεί όχι μόνο έναν καθιερωμένο παράγοντα αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου αλλά και μία νόσο από μόνη της. Συχνά συνδυάζεται με δυσμενές μεταβολικό προφίλ και αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης.

Εκτός όμως από την παχυσαρκία αυτή καθαυτή, υπάρχουν ισχυρά δεδομένα που συνδέουν την κοιλιακή παχυσαρκία με επιπλέον κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάματα, αφού αντικατοπτρίζει την αυξημένη συσσώρευση σπλαχνικού αντί για υποδόριου λίπους.

Η αποφασιστική αλλαγή στη διατροφή μας και η υιοθέτηση νέου τρόπου ζωής με τακτική αεροβική άσκηση συμβάλλουν καθοριστικά στην καταπολέμηση της κοιλιακής παχυσαρκίας και προσφέρουν επιπλέον οφέλη στο καρδιαγγειακό μας σύστημα».

Τι ρόλο παίζει η κληρονομικότητα; Αν ο πατέρας ή η μητέρα μας υπέστη έμφραγμα πριν τα 55 ή 65 αντίστοιχα, τότε διατρέχουμε μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με άτομα που δεν έχουν κληρονομική επιβάρυνση;

«Η κληρονομικότητα αποτελεί ισχυρό παράγοντα κινδύνου εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου. Γνωρίζουμε ότι το οικογενειακό ιστορικό εμφράγματος ή αιφνιδίου καρδιακού θανάτου σε συγγενή πρώτου βαθμού, <55 ετών για άνδρες και 65 ετών για γυναίκες, διπλασιάζει τον κίνδυνο εκδήλωσης στεφανιαίας σε βάθος 10ετίας, ανεξάρτητα από την παρουσία άλλων παραγόντων κινδύνου.

Και επειδή η κληρονομικότητα αποτελεί μη αναστρέψιμο παράγοντα κινδύνου οφείλουμε να ρυθμίσουμε επιθετικά τους αναστρέψιμους παράγοντες που συχνά συνυπάρχουν όπως η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία, το κάπνισμα».

Κάπνισμα, ένας ακόμα μεγάλος εχθρός της καρδιάς. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι πάσχοντες από περιφερικές αγγειοπάθειες είναι καπνιστές, ισχύει αυτό;

«Οι περιφερικές αγγειοπάθειες, οι οποίες πολύ συχνά συνυπάρχουν με στεφανιαία νόσο, παρουσιάζουν ισχυρή συσχέτιση με το κάπνισμα, την υπέρταση, τον σακχαρώδη διαβήτη και τη δυσλιπιδαιμία.

Το κάπνισμα αποτελεί ισχυρότατο παράγοντα κινδύνου αφού σύμφωνα με σύγχρονα δεδομένα περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς με περιφερική αγγειοπάθεια είναι καπνιστές, ενώ ακόμη και οι πρώην καπνιστές βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου συγκριτικά με τους μη καπνιστές».

Στρες διάρκειας 3 λεπτών μπορεί να σκληρύνει για τουλάχιστον μισή ώρα τις αρτηρίες μας, ενώ αντίθετα το γέλιο τις κάνει πιο ελαστικές. Πόση δόση αλήθειας υπάρχει σε όλα αυτά;

«Το στρες οδηγεί σε καταπόνηση του καρδιαγγειακού μας συστήματος και έχει συσχετιστεί με καρδιακά και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.

Φαίνεται ότι το υπέρμετρο στρες προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης, φλεγμονή, αρρυθμίες. Από την άλλη πλευρά, το γέλιο, που αποτελεί όπλο κατά του στρες, παρουσιάζει ποικίλες ευεργετικές επιδράσεις στο καρδιαγγειακό και τείνει να θεωρείται ισοδύναμο αερόβιας άσκησης».

Σχεδόν κάθε άτομο μέσης ή μεγαλύτερης ηλικίας φέρει και ένα φορτίο καρδιαγγειακού κινδύνου. Πώς η πρόληψη μπορεί να κάνει τη διαφορά;

«Σύμφωνα με τις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας οφείλουμε να υπολογίζουμε τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε κάθε άτομο ηλικίας μεγαλύτερης των 40 ετών και να καθορίζουμε μία στρατηγική πρόληψης ξεκινώντας με παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής και προσθέτοντας φαρμακευτική αγωγή όπου αυτό είναι απαραίτητο.

Σκοπός μας είναι να επιτευχθούν οι στόχοι που ορίζονται για κάθε παράγοντα κινδύνου, όπως η αρτηριακή πίεση και τα λιπίδια, καθώς αποδεδειγμένα μειώνουμε την πιθανότητα εκδήλωσης καρδιαγγειακής νόσου».

Αν έχουμε λιγότερους από 70 παλμούς το λεπτό, η καρδιά μας κουράζεται λιγότερο; Πώς μπορούμε να το πετύχουμε αυτό;

«Η αυξημένη καρδιακή συχνότητα ηρεμίας έχει συσχετιστεί εδώ και πολλά χρόνια με δυσμενέστερη καρδιαγγειακή πρόγνωση. Δεν χορηγούνται φάρμακα απλά για τη μείωση των παλμών ηρεμίας μας, ωστόσο ενθαρρύνεται η φυσική δραστηριότητα και η απώλεια βάρους.

Αποτελούν παρεμβάσεις καθοριστικές για την καλύτερη φυσική μας κατάσταση και τη συνεπακόλουθη μείωση των παλμών ηρεμίας μας».

Κάθε πότε πρέπει να κάνουμε τσεκ απ και πόσο σημαντικό είναι να μην το παραλείπουμε;

«Είναι θεμιτό να γίνεται μία προληπτική εξέταση σε ασυμπτωματικούς ασθενείς χωρίς γνωστά καρδιαγγειακά προβλήματα μία φορά ετησίως. Σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου υπό αγωγή, όπως η υπέρταση ή ασθενείς με ιστορικό καρδιαγγειακού νοσήματος η συχνότητα εξατομικεύεται βάσει των οδηγιών του θεράποντος ιατρού.

Η τήρηση των οδηγιών του ιατρού συμβάλλει καθοριστικά στην πρόληψη καρδιαγγειακών επεισοδίων και συχνά οδηγεί σε έγκαιρη διάγνωση τυχόν επιδείνωσης των καρδιαγγειακών μας προβλημάτων».

Ενα από τα σημαντικότερα προβλήματα στη διαχείριση των υπερτασικών ατόμων είναι τα χαμηλά επίπεδα συμμόρφωσης, που παρατηρούνται προς τις υγιεινοδιαιτητικές συστάσεις, καθώς και προς τη φαρμακευτική αγωγή. Υπάρχουν εξελίξεις σε ό,τι αφορά τα παραπάνω;

«Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι, ειδικότερα όταν αυτή συνοδεύεται με τηλεπαρακολούθηση από επαγγελματίες υγείας, βελτιώνει τη συμμόρφωση, οδηγώντας έτσι σε καλύτερο έλεγχο της αρτηριακής πίεσης.

Η Μονάδα Υπέρτασης του Ιπποκρατείου ΓΝΑ σχεδίασε και παράλληλα συντονίζει μια πολυκεντρική πανευρωπαϊκή μελέτη, προκειμένου να ελέγξει την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης των ασθενών μέσω της εφαρμογής κινητών τηλεφώνων ESH-APP.

Η τελευταία αποτελεί μια εφαρμογή που αναπτύχθηκε από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Υπέρτασης, ενώ η κλινική ανέπτυξε επιπροσθέτως μια ψηφιακή πλατφόρμα, που ενισχύει την αμφίδρομη σχέση ασθενούς – ιατρού.

Ετσι, ο ασθενής καλείται να καταγράφει στην εν λόγω εφαρμογή τις μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι, προκειμένου αυτές να αξιολογηθούν από τον θεράποντα ιατρό και να δοθούν ακολούθως εξατομικευμένες υγιεινοδιαιτητικές συστάσεις και οδηγίες τιτλοποίησης της φαρμακευτικής αγωγής.

Μάλιστα, σημειώνεται πως προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης δίνουν ενθαρρυντικά μηνύματα για την αποτελεσματικότητα αυτής της πρωτοποριακής μεθόδου παρακολούθησης ατόμων με χρόνια νοσήματα. Συγχρόνως, η τηλεπαρακολούθηση μειώνει δραστικά τις επισκέψεις των ασθενών στο ιατρείο, γεγονός με ιδιαίτερη αξία στην εποχή της πανδημίας Covid-19».

Κύριε Τσιούφη, η καρδιά μας δοκιμάζεται και από τον κορωνοϊό. Να ανησυχούμε ακόμα; Να εφησυχάσουμε; Πώς μπορούμε να τη θωρακίσουμε για να αντεπεξέλθει;

«Πράγματι, η νόσηση από τον κορωνοϊό έχει βρεθεί ότι συνδέεται σχεδόν με όλο το φάσμα των καρδιαγγειακών νοσημάτων, ενώ από την άλλη πλευρά οι καρδιαγγειακοί ασθενείς αποτελούν μία ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα ασθενών για βαριά νόσηση.

Στην περίοδο που διανύουμε έχουμε, χάρη στην αλματώδη πρόοδο της επιστήμης, αξιόπιστα εμβόλια και πλέον αποτελεσματικά αντι-ιικά φάρμακα, τα οποία μειώνουν σημαντικά την πιθανότητα βαριάς νόσησης, διασωλήνωσης και θανάτου.

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εφησυχάσουμε. Αντίθετα, πρέπει να εμπιστευτούμε και να ακολουθήσουμε τις οδηγίες των επιστημόνων όσον αφορά τον εμβολιασμό και τη θεραπεία μας σε περίπτωση νόσησης.

Παράλληλα όμως, αν πάσχουμε από υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, δυσλιπιδαιμία ή πολύ περισσότερο αν έχουμε υποστεί κάποιο καρδιαγγειακό σύμβαμα, απαιτείται απόλυτη συμμόρφωση στην αγωγή μας και στις οδηγίες του ιατρού μας. Φυσικά η διακοπή του καπνίσματος είναι επιβεβλημένη».