Αρτηριακή ονομάζουμε την πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών οι οποίες μεταφέρουν πλούσιο σε οξυγόνο αίμα σε όλο το σώμα. Όταν η πίεση αυτή ξεπερνά μόνιμα τα φυσιολογικά όρια, τότε μιλάμε για αρτηριακή υπέρταση, έναν από τους βασικότερους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων και άλλων χρόνιων παθήσεων. Πρόκειται για μια «ύπουλη» νόσο, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό των ατόμων που πάσχουν από υπέρταση δεν το γνωρίζουν, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στο γιατρό όταν το πρόβλημα έχει πλέον επιδεινωθεί και απαιτεί τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Τα καλά νέα είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να προληφθεί ή να αντιμετωπιστεί μέσα από αλλαγές στις συνήθειές μας, αποτρέποντας μάλιστα ή καθυστερώντας την έναρξη φαρμακευτικής αγωγής.

Ποιους αφορά

Η αρτηριακή υπέρταση που (μετρούμενη στο ιατρείο) ορίζεται σε επίπεδα υψηλότερα ή ίσα με 140/90 mmHg. αποτελεί κύριο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα σε παγκόσμια κλίμακα. Εμφανίζεται σε όλο το ηλικιακό φάσμα, σε όλες τις εθνότητες και στα δύο φύλα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, αφορά το 30-45% του ενήλικου πληθυσμού. Το 2015 τα εξακριβωμένα υπερτασικά άτομα στον πλανήτη ανήλθαν στο 1,13 δισεκατομμύριο και η νόσος σχετίστηκε με πάνω από 10 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους στον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ένας στους τέσσερις άντρες και μία στις πέντε γυναίκες έχουν υπέρταση. Δυστυχώς, παρά τις αυξανόμενες προσπάθειες για ενημέρωση του πληθυσμού αναφορικά με το όφελος από την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, αρκετοί ασθενείς παραμένουν αδιάγνωστοι, ενώ το ποσοστό των γνωστών υπερτασικών ατόμων που ελέγχουν αποτελεσματικά τα επίπεδα της αρτηριακής τους πίεσης είναι κάτω του 20%.

Τι μας ανεβάζει την πίεση

Τα επίπεδά της ανεβαίνουν πάνω από το φυσιολογικό για διάφορους λόγους, όπως η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό, το βάρος, η φυσική δραστηριότητα, η κατάχρηση αλκοόλ, το κάπνισμα, η πρόσληψη αλατιού, ακόμα και η κακή ποιότητα του ύπνου. Δυστυχώς, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ο εντοπισμός της υπέρτασης δεν γίνεται έπειτα από την αναφορά συμπτωμάτων εκ μέρους των ασθενών, αλλά στο πλαίσιο του ετήσιου ιατρικού τσεκάπ. Μεταξύ εκείνων που πάσχουν από υπέρταση, ο ένας στους τέσσερις δεν το γνωρίζει και αυτό γιατί είναι μια νόσος χωρίς συμπτώματα και πόνο.

Γιατί είναι τόσο σημαντικό να την παρακολουθούμε

Οι υπερτασικοί ασθενείς που δεν παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισης της νόσου, συγκρινόμενοι με τους συνομηλίκους τους που όμως έχουν φυσιολογική αρτηριακή πίεση, κινδυνεύουν:

  • 7 φορές περισσότερο να εκδηλώσουν αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
  • 3 φορές περισσότερο να υποστούν έμφραγμα του μυοκαρδίου.
  • 6 φορές περισσότερο να πάθουν καρδιακή ανεπάρκεια.
  • 3 φορές περισσότερο για ανευρύσματα της αορτής και αρτηριοπάθεια των κάτω άκρων.

Αν όμως την παρακολουθούν και τη ρυθμίζουν, τότε όλοι αυτοί οι κίνδυνοι μειώνονται σημαντικά.

Πώς τη μετράμε σωστά

Είναι απαραίτητο, λοιπόν, είτε γιατί ήδη αντιμετωπίζουμε πρόβλημα είτε για προληπτικούς λόγους, να ελέγχουμε τακτικά την πίεσή μας.

Η όλη διαδικασία δεν είναι δύσκολη, διαρκεί μόλις 5 λεπτά, αλλά πρέπει να γίνεται σωστά, ώστε τα αποτελέσματα να μην είναι παραπλανητικά.

  • Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να έχουμε φροντίσει, τουλάχιστον μία ώρα προτού μετρήσουμε την πίεσή μας, να μην έχουμε φάει, πιει καφέ, καπνίσει ή κουραστεί πολύ.
  • Αν έχουμε κάνει γυμναστική, αφήνουμε να περάσουν τουλάχιστον δύο ώρες μέχρι τη μέτρηση.
  • Όταν είμαστε εκνευρισμένοι, δεν νιώθουμε καλά ή έχουμε πονοκέφαλο, αποφεύγουμε τη μέτρηση γιατί το αποτέλεσμά της δεν θα ανταποκρίνεται στην πραγματική μας κατάσταση. Η πίεση θα πρέπει να λαμβάνεται αφού έχουν προηγηθεί περίπου 10 λεπτά ξεκούρασης και ηρεμίας.
  • Το περιβάλλον όπου γίνεται η μέτρηση πρέπει να είναι ήσυχο και ευχάριστο από πλευράς θερμοκρασίας, ώστε να μην κρυώνουμε ούτε να ζεσταινόμαστε ή να νιώθουμε οποιαδήποτε δυσφορία.
  • Καθόμαστε αναπαυτικά φροντίζοντας η πλάτη μας να στηρίζεται στο κάθισμά μας.
  • Κατά τη στιγμή της μέτρησης, δεν σταυρώνουμε τα πόδια μας ούτε μιλάμε, γιατί η πίεση θα βρεθεί αυξημένη.

Πίεση: Οργανώνουμε τη στρατηγική μας για να τη μειώσουμε

Ο πρώτος και κύριος στόχος είναι ο περιορισμός της πρόσληψης νατρίου. Το αλάτι που χρησιμοποιούμε στο μαγείρεμα ή το επιτραπέζιο που προσθέτουμε στο φαγητό είναι η κυριότερη πηγή νατρίου στη διατροφή μας. Προσπαθούμε να μειώσουμε σταδιακά την ποσότητα αλατιού αντικαθιστώντας το με λεμόνι και συνδυασμούς μυρωδικών και μπαχαρικών προκειμένου να νοστιμίσουμε τα πιάτα μας. Αποφεύγουμε επίσης τη συχνή κατανάλωση τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα αλμυρά τυριά, τα αλλαντικά, τα κονσερβοποιημένα και παστά τρόφιμα, τα λαχανικά σε μορφή τουρσιού, τα αλμυρά σνακ κ.λπ. Εκτός από τη μείωση του αλατιού, τα ερευνητικά δεδομένα που υπάρχουν σήμερα συντείνουν στην υιοθέτηση ενός ευρύτερου διατροφικού μοντέλου που θα πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Αύξηση της κατανάλωσης ωμών φρούτων και λαχανικών.
  • Ένταξη στη διατροφή γαλακτοκομικών χαμηλών σε λιπαρά.
  • Μείωση της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος και ζωικού λίπους.
  • Προτίμηση στο ψάρι και τα πουλερικά.
  • Προτίμηση στα προϊόντα ολικής άλεσης.
  • Αύξηση τροφίμων που περιέχουν κάλιο, το οποίο βοηθά στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης – μπανάνα, αβοκάντο, πατάτα, σταφίδες, αποξηραμένα δαμάσκηνα και σύκα συγκαταλέγονται στις πλουσιότερες πηγές του.
  • Διατηρούμε το βάρος μας σε φυσιολογικά επίπεδα. Το υπερβάλλον σωματικό βάρος –ειδικότερα η κεντρικού τύπου παχυσαρκία, που χαρακτηρίζεται από αυξημένη συσσώρευση λίπους στην περιοχή της κοιλιάς– αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης. Αντίθετα, η απώλεια κιλών, ακόμα και μικρού βαθμού, μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της αρτηριακής πίεσης.
  • Βάζουμε την άσκηση στη ζωή μας. Η τακτική άσκηση λειτουργεί προστατευτικά ως προς την πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης. Σε γενικές γραμμές, 30-60 λεπτά σωματικής δραστηριότητας, τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας, μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της αρτηριακής πίεσης, με το όφελος να είναι ακόμα μεγαλύτερο για όσους κάνουν καθιστική ζωή.
  • Είμαστε συνεπείς με τη φαρμακευτική αγωγή που μας έχει συστήσει ο γιατρός.  Παίρνουμε τη φαρμακευτική αγωγή σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού μας, δεν ξεχνάμε όμως ότι αυτή δεν μας απαλλάσσει από την ανάγκη ριζικών μεταβολών στον τρόπο ζωής μας.

Ευχαριστούμε τον Κωνσταντίνο Τσιούφη, καθηγητή-διευθυντή Α΄ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Ιπποκρατείου Γ.Ν. Αθηνών, αντιπρόεδρο της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης (2018-2019), για τη συνεργασία.