Ο Νίκος Γκάτσος, ο αξεπέραστος ποιητής και στιχουργός, γεννημένος στην Ασέα Αρκαδίας το 1911, πέθανε στις 12 Μαΐου του 1992.
Τον Φεβροάριο του 1986, «ΤΟ ΒΗΜΑ», με αφορμή το αφιέρωμα που είχε κάνει, τις ημέρες εκείνες, το λογοτεχνικό περιοδικό «Η λέξη» στον Νίκο Γκάτσο, δημοσίευσε σημαντικό μέρος κειμένου που είχε γράψει για τον φίλο και ομότεχνό του, ο Οδυσσέας Ελύτης.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.2.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
Μέσα από τις παρακάτω γραμμές ο νομπελίστας ποιητής προσφέρει στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να ζήσουν δίπλα του και να κατανοήσουν βαθιά τον σπουδαίο Νίκο Γκάτσο:
Παρών χωρίς να τον απασχολεί το παρόν
Όπως και να το δοκιμάσεις, ο Νίκος Γκάτσος δεν πιάνεται με τίποτε. Είναι συνεχώς παρών χωρίς να τον απασχολεί διόλου το παρόν και μιαν, ελαφρότατα δαιμονική, μαγνητική δύναμη, εξακολουθεί να επηρεάζει όλα τα σωματίδια που κινούνται μέσα στη σφαίρα της ελληνικής πνευματικής ζωής.
Το ιδιότυπο σχήμα που πήρε από μιας αρχής και που το διατηρεί με αξιοθαύμαστη συνέπεια ως τις ημέρες μας, του επιτρέπει να ασκεί την ποίηση λιγότερο με λόγια και περισσότερο με μια πειθώ μαγική που αλλοιώνει την γύρω του πραγματικότητα, όπως εκείνος ο μυστηριώδης Jacques Vaché όπου εκκολάφθηκε για κάμποσο διάστημα το αυγό της μοντέρνας ποίησης εωσότου το σπάσουν και το ανοίξουν ο André Breton και οι φίλοι του.
Ακόμη και στην ιστορία της Λογοτεχνίας μας δυσκολεύεται, πιστεύω, να ενταχθεί ο Νίκος Γκάτσος. Τη συνοψίζει όλη από το πολύ να την έχει αφομοιώσει, πάντοτε όμως περισσεύει κατά τι.
Κείνο το λίγο της υπεροχής που μας ενοχλεί όπως ο αθλητής που αφήνει να τον νικήσουμε όχι γι’ άλλο λόγο αλλ’ από απλή γενναιοδωρία. Κυριολεκτικά και μεταφορικά ιδού: αυτό είναι και το κυριότερό του γνώρισμα.
Να πετάει από το παράθυρο (έτσι, για τη χαρά της αφιλοκερδής χειρονομίας) προσόντα που άλλοι θα τα έβαζαν στον τόκο για να εισπράττουν σ’ όλη τους τη ζωή. Όμως εκείνος τη ζωή, δεν μπόρεσε ποτέ του να τη δει παρά σαν ένα παιχνίδι.
Τραγικό ίσως παιχνίδι και μάταιο – αλλά παιχνίδι. Κι εξακολουθεί να ποντάρει με τη βεβαιότητα ότι θα χάσει (κι ας διαθέτει τους τέσσερις άσσους) αποβλέποντας σε μιαν άλλου είδους ικανοποίηση: να προκαλεί την τύχη όχι μόνο στον συνδυασμό των λέξεων, αλλά και στον συνδυασμό των ψυχικών καταστάσεων που διαδραματίζονται σ’ ένα δεύτερο ή τρίτο επίπεδο και παραμένουν εσαεί αθέατες από τους άλλους.
Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Γκάτσος «ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.2.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
Στη Φωκίωνος Νέγρη
Τα χρόνια εκείνα η Αθήνα δεν είχε νερό, μήτε δωρεάν παιδεία. Είχε όμως μια «Φωκίωνος Νέγρη» σε πρωτόγονη κατάσταση με πολλούς ήχους νερών και πολλές κρυφές πρασινάδες. Εκεί κάπου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μπορούσες να συναντήσεις τον Νίκο Γκάτσο και να βολτάρεις μαζί του, συζητώντας ως το πρωί.
Που βέβαια, εάν ήταν Σαββάτο, εκείνος βρισκότανε κιόλας στη Δευτέρα. Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας είχες φτάσει στα δεκαοχτώ του από την Ασέα της Αρκαδίας. Με πλήρη εξάρτηση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ.
Χώρια βέβαια τη δημοτική παράδοση που, αυτή, κυκλοφορούσε στο αίμα του και αναπηδούσε πίσω από κάθε του κρίση, κάθε του αντίδραση, αρκεί να πατούσες το κουμπί στην κατάλληλη στιγμή.
Το τι μυριάδες τσιγάρα και καφέδες καταναλώθηκαν αργότερα, λίγο πιο πάνω στο τέρμα της οδού Σπετσών όπου βρισκότανε το μικρό του σπίτι, το τι ολονύχτιες εξαντλητικές διαδέχονταν η μία την άλλη στα χρόνια της 4ης Λυγουστού η της Γερμανικής Κατοχής ή του Εμφυλίου, με συνεχή ανεβοκατεβάσματα Σολομών και Καβάφηδων, Βαλερύδων και Ελουάρδων, δεν περιγράφεται.
Ίσως χωρίς το μπουλούκι εκείνο των ενθουσιώντων νέων, που το πάθος τους για τα ποιήματα, ωστόσο, το μετρούσανε στην πλάστιγγα των χρυσοχόων κι όχι καθόλου των πολιτικών σκοπιμοτήτων, το μοντέρνο ποιητικό κίνημα να μην είχε πάρει ποτέ τις προεκτάσεις που γνωρίζουμε και να μην είχε κρυφά συνδεθεί με τις υπόγειες φλέβες που διατρέχανε την παράδοση και που ανεβάζανε στην επιφάνεια του ομαδικού υποσυνειδήτου, Μωραΐτικες, Νησιώτικες, Μακεδονικές, κάτι άγνωστο στους αλλοδαπούς συναδέλφους με τις ομοιόμορφες – μόλις πέντε ή έξι αιώνων – μορφές πνευματικής κληρονομιάς που διαθέτανε.
Η ποίηση σε απόσταση
Πρέπει, φαίνεται, να κρατάς την ποίηση σε απόσταση, αν θες να τη βλέπεις να ‘ρχεται από μόνη της κοντά σου, όπως οι γάτες ή όπως οι γυναίκες. Τα “φιλολογικά ζώα” βέβαια, εκείνα, βουτάν με τα μούτρα και δεν παύουν να γλείφονται.
Είναι όμως αμφίβολο ένα ένας χημικός θ’ ανακάλυπτε ποτέ στη σίελό τους τον θείο ιό. Η αλήθεια (η πραγματικότητα;) βρίσκεται πάντοτε παραδίπλα στο νόημα, όπως η μαγεία παραδίπλα στο εκάστοτε γραπτό που την εκφράζει.
Κάπου εκεί κοντά, σ’ έναν τετοιο τρόπο αντίληψης (που ή τον υποψιάζεσαι και τότε βγάνεις, ακόμη κι από μπλε με κίτρινο, το πράσινο που σου χρειάζεται ή αλλιώς μένεις δια παντός έξω από το παιχνίδι) συναντηθήκαμε πριν από μισόν περίπου αιώνα, με τον Νίκο Γκάτσο. Τα χρώματα ίσαμε σήμερα δεν ξεβάψανε.
Προσωπικά, έχω καταλήξει από καιρό στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ταλέντο ποιητικό. Υπάρχει απλώς «ορθή αίσθηση του ποιητικού». Δεν υπάρχει γνώση της γλώσσας. Υπάρχει «ορθή αίσθηση της γλώσσας». Και λοιπόν τι να κρίνουμε τον Νίκο Γκάτσο από την «Αμοργό» και τις μεταφράσεις του;
Ωστόσο, αν ένας μάγος μπορούσε να μεταφυτεύσει σ’ όλους τους σύγχρονους Έλληνες «τι στέκει» και «τι δεν στέκει», όπως βγαίνει από τη μικρή εκείνη ποιητική συλλογή, καθώς και το τι περνάει και τι δεν περνάει από τη γλώσσα μας, όπως βγαίνει από τα ποιητικά έργα που μεταγλώττισε, θα βλέπαμε ποια και πόση μπορεί να είναι η συνεισφορά του.
Δημοτική και παράδοση
Αλλ’ εμείς τη δημοτική γλώσσα και την παράδοση τις εκμάθαμε. Σιγά – σιγά και με πολύν κόπο. Εκείνος τις βρήκε μέσα του έτοιμες μαζί με τα τραγούδια των προγόνων του, τις αφομοίωσε μαζί με «το γάλα της μητρός του» που θα ‘λεγε ο Σολωμός.
Ακόμη και στους στίχους που για βιοποριστικούς λόγους έγραψε (αλλά και γιατί προτιμότερη βρίσκει την ταπεινή τέχνη που λειτουργεί παρά την υψηλή που σκονίζεται στα ράφια) οι αρετές του περνάνε τις περισσότερες φορές, σχεδόν ατόφιες, μείον τη διαφορετική κλίμακα.
Και θα μου επιτραπεί να υποστηρίξω πως μερικοί στιχοί απ’ αυτούς που έγραψε για τη «Μυθολογία» του Μάνου Χατζιδάκι, για τους «Δροσουλίτες» του Χριστόδουλου Χάλαρη και, τώρα τελευταία για το «Ρεμπετικό» του Σταύρου Ξαρχάκου, ξεπερνούν κατά πολύ μερικά μεγαλεπήβολα σύγχρονα ποιητικά μας έργα και διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής.
Όταν δεν μετράς με κουκιά, οι αναλογίες του κόσμου παρουσιάζονται διαφορετικές αν όχι – φαινομενικά τουλάχιστον- αναποδογυρισμένες. Ο εξοικειωμένος με τ’ άπιαστα, δεν απορεί. Προϋποθέτει φυσιολογική μια πραγματικότητα όπως αυτή κι επάνω της κινείται με άνεση.
Αυτό κάνει, εδώ και χρόνια, ο Νίκος Γκάτσος που δεν προσπάθησε ποτέ του να διορθωθεί, θέλω να πω ν’ απαλείψει ακατανόητες λογικά συνήθειες η έξεις, για να ευθυγραμμισθεί με ό,τι αποτελεί την «κοινή αντίληψη».
Κι ευτυχώς. Εκατομμύρια ιδιοφυών ανθρώπων χάνουν την ταυτότητά τους, «καθ’ οδόν». Γιατί: Να μην κακοχαρακτηρισθείς από τους κουτούς, αξίζει τόσο που να καταθέτεις στα πόδια τους την ευφυΐα σου; Κι ύστερα, ποια ευφυΐα; Εδώ μιλάμε για την ποιητική, που τρέπει σε φυγή το σύνολο των αστών κι ένα μέρος των επαναστατών που όλα τά ‘καψαν μείον τον καθωσπρεπισμό, κι ας νομίζουν ότι τον απέβαλαν μαζί με την πανάθλια γραβάτα τους.
Μιλώντας για το παρελθόν
Ο τρόπος να μιλάς για το παρελθόν χωρίς να γίνεσαι ύποπτος νοσταλγίας, δεν έχει βρεθεί ακόμη. Ωστόσο είναι άλλο πράγμα να φορτώνεσαι τον χρόνο και να τον μεταφέρεις μαζί με τις ρυτίδες σου, και άλλο να κυκλοφορείς μέσα του πίσω – μπρος, με την ευκολία που μόνον η ποίηση επιτρέπει.
Αν εξακολουθούμε να παραμένουμε ζωντανοί, πιστεύω, είναι χάρη στην αυταξία ορισμένων στιγμών που υποσυνείδητα επιλέγουμε κι επανασυνδέουμε, δημιουργώντας μια δεύτερη ροή, όπου η φθορά δεν προχωρεί και οι πέτρες δεν μαλλιάζουν. Απ’ αυτή την άποψη, επιστρέφω τις ρυτίδες μου και κρατώ την ψυχή μου στην άκρη κάποιου στίχου ή μιας μελωδίας ή ενός φωτεινού κοριτσίστικου χαμόγελου.
Με τον Νίκο Γκάτσο συνδέθηκα και συμπορεύτηκα επειδή κι εκείνος, πίσω από τα χαμόγελα και τις μελωδίες, είχε ακούσει τη φωνή που κηρύττει και στις παραμονές του θανάτου και πάνω από τις καταιγίδες.
*Από τον Γιάννη Θ. Διαμαντή