Η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με μια κρίση ψυχικής υγείας. Την κατάσταση έχει αναγνωρίσει και η Κομισιόν, η οποία ενέκρινε ήδη από το 2023 μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στην ψυχική υγεία. Στόχος της είναι να τεθεί η ψυχική υγεία σε ισότιμη βάση με τη σωματική υγεία. Συνεπώς, να διασφαλίσει και τη σχετική υγειονομική φροντίδα αναλογικά.

Το κόστος της κρίσης ψυχικής υγείας είναι πολύ υψηλό και όπως επισημαίνει στο Social Europe ο Χανς Ντιμπουά, υπεύθυνος κοινωνικής πολιτικής στο Eurofound, η δράση πρέπει να είναι επείγουσα. Προειδοποιεί ότι τώρα που οι συνέπειες της πανδημίας εξασθενούν, η Ευρώπη πρέπει να είναι έτοιμη για την επόμενη κρίση.

Εξηγεί ότι στα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν, εκτός από την ενίσχυση της υγειονομικής φροντίδας, είναι αυτά που θα συμβάλουν στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας και στη διευκόλυνση της κοινωνικής και οικονομικής ένταξης.

Κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες

Παίρνοντας ως παράδειγμα τη Μεγάλη Ύφεση στην Ευρώπη, που ξεκίνησε το 2008, αλλά και την πανδημία Covid-19, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι και οι δύο είχαν αποτέλεσμα απώλεια θέσεων εργασίας και εισοδήματος. Τα δύο αυτά στοιχεία συνέβαλαν στην επιδείνωση της ψυχικής υγείας μεταξύ των πληγέντων. Η πανδημία επίσης το έκανε αυτό και σε συνδυασμό με τις συνέπειες της κοινωνικής απομόνωσης, αλλά και της επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας σε τομείς όπως η φροντίδα.

Τα συμπεράσματα από αυτές τις κρίσεις, σύμφωνα με τον Χανς Ντιμπουά, είναι δύο:

  • Πρώτον, ότι όλοι μπορούν ξαφνικά να εκτεθούν σε παράγοντες που τους θέτουν σε κίνδυνο κακής ψυχικής υγείας.

Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, άτομα που είχαν καλά αμειβόμενες και ασφαλείς οικονομικά θέσεις εργασίας, βρέθηκαν άνεργα, έχασαν το σπίτι τους. Στην πανδημία, κοινωνικά ενεργοί ηλικιωμένοι και νέοι με καλή ψυχική ευεξία αντιμετώπισαν ξαφνικά την απομόνωση. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν σε κακή ψυχική υγεία.

  • Δεύτερον, ότι η αύξηση της κακής ψυχικής υγείας δεν ήταν αναίτια. Προκλήθηκε σαφώς από παράγοντες όπως η οικονομική πίεση και η κοινωνική απομόνωση. Και επιπλέον, ότι η βραχυπρόθεσμη υποστήριξη ψυχικής υγείας είναι ζωτικής σημασίας, μια βιώσιμη λύση απαιτεί την αντιμετώπιση αυτών των υποκείμενων παραγόντων.

Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα του Eurofound, ο κοινωνικός και οικονομικός αποκλεισμός είναι προβλήματα που παρουσιάζονται και σε εποχές εκτός κρίσεων. Άνθρωποι επηρεάζονται από κακές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης και υποφέρουν από κακή ψυχική υγεία, αν και σε μικρότερη κλίμακα. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην κακή ψυχική υγεία ανεξάρτητα από τις κρίσεις. Αυτοί είναι οι διακρίσεις λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού ή μεταναστευτικού υπόβαθρου ή η ύπαρξη κακής ψυχικής υγείας στο παρελθόν.

Επιπλέον, σε περιόδους που δεν υπάρχει μια πανδημία ή μια σοβαρή οικονομική κρίση, είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθούν και να μετρηθούν οι συνέπειες των προβλημάτων ψυχικής υγείας.

Τι μετρούν οι έρευνες

Οι αλλαγές στα δεδομένα των ερευνών, ειδικά στη χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας είναι δύσκολο να ερμηνευθούν. Οι λόγοι είναι οι εξής:

Η αυξημένη χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας μπορεί να προκληθεί από βελτιωμένη πρόσβαση, για παράδειγμα λόγω μειωμένου στιγματισμού και διακρίσεων, βελτιωμένων δικαιωμάτων, μεγαλύτερης διαθεσιμότητας υπηρεσιών ή αυξημένης ποιότητας και εμπιστοσύνης στις διαθέσιμες υπηρεσίες. Έτσι, η αυξημένη χρήση υπηρεσιών δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα περιστατικά κακής ψυχικής υγείας έχουν γίνει πιο συχνά.

Η μέτρηση μια έρευνας για την ψυχική υγεία εξακολουθεί να επηρεάζεται από το στίγμα σχετικά με την αναφορά της. Ορισμένες ομάδες, επίσης, που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην κακή ψυχική υγεία συνήθως αποκλείονται από τα δείγματα. Σε αυτές περιλαμβάνονται τα παιδιά, τα άτομα που λαμβάνουν φροντίδα στο σπίτι και οι  άστεγοι. Επίσης, μπορεί να υποεκπροσωπούνται, όπως εκείνα με ιδιαίτερα χαμηλά εισοδήματα και σε επισφαλείς εργασιακές συνθήκες.

Τέλος, τα αποτελέσματα της έρευνας ποικίλλουν σημαντικά, ανάλογα με τα ακριβή μέτρα της κακής ψυχικής υγείας που χρησιμοποιούνται.

Οι πιο ευάλωτες ομάδες

Παρά τα παραπάνω προβλήματα, συνολικά, οι δείκτες υποδεικνύουν ορισμένες ομάδες ατόμων όπου τα προβλήματα ψυχικής υγείας αυξάνονται, επισημαίνει ο Ντιμπουά. Αυτές περιλαμβάνουν τις νέες γυναίκες, αλλά και ηλικιωμένα άτομα, 80 ετών και άνω.

Διαπιστώνεται επίσης ότι αυξάνεται η επίδραση ορισμένων παραγόντων που συνδέονται με την ψυχική υγεία. Είναι παράγοντες που συνδέονται με την ψηφιοποίηση της εργασίας και της ζωής (π.χ. προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης), το αυξανόμενο εργατικό δυναμικό με μεγαλύτερες προκλήσεις ψυχικής υγείας (π.χ. φροντίδα) και τις επίμονες ανησυχίες σχετικά με τη στέγαση, το κόστος ζωής, το φυσικό περιβάλλον και τις ένοπλες συγκρούσεις.

Παράγοντες που αποτρέπουν την εμφάνιση προβλημάτων ψυχικής υγείας είναι από την άλλη πλευρά τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας και ορισμένες πτυχές που σχετίζονται με την ψηφιοποίηση. Για παράδειγμα η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής που διευκολύνει τον αντίκτυπο της τηλεργασίας και ορισμένες μορφές κοινωνικής ένταξης μέσω της ψηφιακής επικοινωνίας.

Οικονομικοί παράγοντες και αυτοκτονίες

Οι θάνατοι από αυτοκτονίες μειώθηκαν εδώ και δεκαετίες, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να παρατηρούνται στα μετακομμουνιστικά κράτη μέλη της ΕΕ, σημειώνει ο συγγραφέας. Χαρακτηρίζει το γεγονός αυτό σημαντικό επίτευγμα. Και εκτιμά ότι οφείλεται σε βελτιωμένες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, βελτιωμένη πρόσβαση σε υποστήριξη ψυχικής υγείας και στη μείωση του στιγματισμού και των διακρίσεων.

Ωστόσο, αυτή η μείωση έχει σταματήσει από το 2017. Τα ποσοστά αυτοκτονιών έχουν αυξηθεί σε ορισμένες ομάδες, ιδίως σε νεαρά κορίτσια και άνδρες ηλικίας 85 ετών και άνω. Και η έρευνα δείχνει ότι η αυτοκτονία είναι η πιο συχνή αιτία θανάτου μεταξύ των νέων (ακολουθούν τα τροχαία δυστυχήματα) και παραμένει πιο συχνή μεταξύ των ηλικιωμένων.

Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, έχει καταγραφεί αύξηση θανάτων από αυτοκτονίες σε επίπεδο ΕΕ, ακόμη και μετά την προσαρμογή για τις γηράσκουσες κοινωνίες.

Έλλειψη φροντίδας

Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι στην ΕΕ δικαιούνται γενικά ψυχική υγειονομική περίθαλψη με χαμηλό ή μηδενικό κόστος, αυτό στην πράξη δεν ισχύει. Αιτία, το στίγμα και οι διακρίσεις εις βάρος ατόμων με κακή ψυχική υγεία, που αποθαρρύνουν τα άτομα από το να αναζητήσουν υποστήριξη.

Τα συστήματα έχουν περιορισμένες εγκαταστάσεις και πόρους. Επίσης, η φροντίδα για ήπιες ή μέτριες ανάγκες φροντίδας, όπως η ψυχοθεραπεία, κοστίζουν. Συνεπώς, άτομα με χαμηλό εισόδημα δεν δύνανται να έχουν πρόσβαση σε αυτές. Άλλοι παράγοντες είναι ότι άνθρωποι μπορεί να μην γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση κατάλληλης υποστήριξης. Πολλοί δεν εμπιστεύονται τη διαθέσιμη υποστήριξη ή τη θεωρούν ανεπαρκή.

Στην ΕΕ, το 46% των ατόμων με συναισθηματικά ή ψυχοκοινωνικά προβλήματα βαθμολογούν την ποιότητα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας κάτω από το 5 σε μια κλίμακα από το 0 (κακή) έως το 10 (άριστη), επισημαίνει ο συγγραφέας.

Ζητούμενο η συμμετοχή

Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την ανάγκη να βελτιωθεί η πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υποστήριξη ψυχικής υγείας. Με υπηρεσίες αξιόπιστες, που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και επικεντρώνονται στο άτομο. Σημαντική συμβολή στην προσπάθεια αυτή θα μπορούσαν να έχουν πρόσωπα που έχουν βιώσει προβλήματα ψυχικής υγείας, με τη συμμετοχή τους στον σχεδιασμό πολιτικών και υπηρεσιών. Αλλά και η Ευρώπη θα πρέπει να βελτιώσει τις οικονομικές και εργασιακές συνθήκες, διασφαλίζοντας παράλληλα τις κατάλληλες υπηρεσίες υποστήριξης.

πηγή in.gr