Τα στοιχεία προέρχονται από 240 παιδιά και τους γονείς τους, που έλαβαν μέρος σε μια μελέτη εν εξελίξει του Πανεπιστημίου του Michigan σχετικά με προβλήματα συμπεριφοράς σε παιδιά.

Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τους γονείς όταν τα παιδιά τους ήταν 3 ετών και στη συνέχεια από τους δασκάλους τους όταν τα παιδιά ήταν 6 χρονών.

Οι γονείς συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σχετικά με τη συμπεριφορά των παιδιών τους, ενώ τα παιδιά ολοκλήρωσαν 6 εργασίες, οι οποίες ήταν βιντεοσκοπημένες και κωδικοποιημένες από τους ερευνητές.

Παλιότερες σχετικές έρευνες είχαν επικεντρωθεί σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας και σε εφήβους. «Λίγες είναι οι μελέτες σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, τα οποία βρίσκονται σε περίοδο ραγδαίας σωματικής και ψυχολογικής ανάπτυξης», εξηγεί η επικεφαλής της έρευνας, Rebecca Waller.

«Οι ενήλικες που είναι επιθετικοί ή βίαιοι έχουν δείξει προβλήματα συμπεριφοράς από πολύ μικρή ηλικία», τονίζει η κ. Waller και συνεχίζει: «Το να εστιάσουμε στην κατανόηση της εμφάνισης και της ανάπτυξης συμπεριφορικών προβλημάτων προτού αυτά γίνουν σοβαρά, είναι σημαντικό προκειμένου να δημιουργήσουμε νέους τρόπους αντιμετώπισης που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα παιδιά να μην επιλέξουν τη βία ή το έγκλημα στην ενήλικη ζωή τους».

Οι ερευνητές εντόπισαν τρεις τύπους συμπεριφορικών προβλημάτων στην ηλικία των 3 ετών, οι οποίοι συμπεριλάμβαναν αντιδραστικές συμπεριφορές, συμπεριφορές που χαρακτηρίζονταν από ελλειμματική προσοχή και υπερκινητικότητα και απαθείς συμπεριφορές.

Όσων αφορά στις αντιδραστικές συμπεριφορές, οι γονείς ανέφεραν ότι τα παιδιά τους ήταν συχνά νευριασμένα, απογοητευμένα και δυσκολεύονταν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους.

Τα παιδιά με συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται –σύμφωνα με τους γονείς τους- από ελλειμματική προσοχή και υπερκινητικότητα, όπως είναι φυσικό δυσκολεύονταν να διατηρήσουν την προσοχή τους και να παραμείνουν συγκεντρωμένα κατά τη διάρκεια εργασιών.

Τέλος, αν οι γονείς χαρακτήριζαν «σκληρή και απαθή» τη συμπεριφορά των παιδιών τους, τα παιδιά είχαν λιγότερη ενσυναίσθηση, ένιωθαν λιγότερες ενοχές και δεν μπορούσαν να καθοδηγήσουν τη συμπεριφορά τους βάση ηθικών κριτηρίων.