Εξωσωματικές, αναπαραγωγή με δωρεά γενετικού υλικού, παρένθετη μητρότητα… Σήμερα η επιστήμη ανοίγει ένα παράθυρο ελπίδας σε πολλά ζευγάρια, που αλλιώς δεν θα είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν ένα παιδί. Ωστόσο, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν είναι ένα αποκλειστικά ιατρικό ζήτημα. Η συναισθηματικά επώδυνη διαπίστωση της υπογονιμότητας, το ψυχικό κόστος που έχουν οι επαναλαμβανόμενες προσπάθειες, αλλά και οι επιπτώσεις που έχουν στην ισορροπία του ζευγαριού οι τεχνικές που απαιτούν την εμπλοκή ενός τρίτου προσώπου είναι σοβαροί ψυχολογικοί, κοινωνικοί και ηθικοί παράγοντες που ασκούν πίεση στους επίδοξους γονείς.
Στην Ελλάδα τα ζευγάρια καλούνται να λύσουν μόνα τους, μέσα στη σιωπή και χωρίς εξειδικευμένη ψυχολογική στήριξη, τα σύνθετα προβλήματα που προκύπτουν στην πορεία. Η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Tμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μέλος της Ανεξάρτητης Αρχής Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής κ. Ζαΐρα Ράλλη-Παπαληγούρα ρίχνει φως στο πολύπλοκο αυτό θέμα.

Στην αρχή, είναι πολύ σημαντική η ανακάλυψη της υπογονιμότητας. Νομίζω πως η αδυναμία απόκτησης παιδιού είναι κάτι που δυσκολεύεται κανείς να συνειδητοποιήσει, ένα από τα πιο δύσκολα υπαρξιακά ζητήματα. Συνήθως, έχουμε κατά νου το ενδεχόμενο μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης -πολλά είναι τα ζευγάρια που έχουν κάνει χρήση αντισύλληψης για αρκετά χρόνια-, οπότε η διαπίστωση της υπογονιμότητας έρχεται σαν ένα μεγάλο σοκ. Και η πρώτη επίπτωση είναι ότι η σεξουαλική ζωή του ζευγαριού γίνεται «δημόσια», ο γιατρός ελέγχει πόσες επαφές είχαν, αν ήταν αρκετά συχνές, οπότε παύει η στιγμή αυτή να έχει οποιαδήποτε ικανοποίηση για το ζευγάρι, γίνεται απλώς ένας καταναγκασμός για την απόκτηση ενός παιδιού και επηρεάζεται η σεξουαλική τους σχέση. Μετά τις εξετάσεις, όταν εντοπιστεί το πρόβλημα, υπάρχει μια δυσκολία και στον έναν και στον άλλον. Αυτός που δεν έχει το πρόβλημα θέλει να υποστηρίξει τον άλλον. Από την άλλη μεριά, πολύ συχνά σήμερα, οι άνθρωποι παντρεύονται για να κάνουν οικογένεια. Είναι δύσκολο να αποφασίσεις ότι παντρεύτηκες και είναι πιθανό να μην κάνεις παιδιά… Όμως, ηθικά και συναισθηματικά, πώς γίνεται να πεις «φεύγω»; Κάποιοι επίσης αισθάνονται ενοχή, επειδή δεν μπορούν να προσφέρουν ένα παιδί στο σύντροφό τους ή επειδή καθυστέρησαν να κάνουν παιδί λόγω καριέρας, και ταυτόχρονα νιώθουν οι ίδιοι ευνουχισμένοι. Αν, όμως, γίνει μια κλασική εξωσωματική με τους γαμέτες του ζευγαριού, που είναι μια σχετικά απλή, καθόλου επώδυνη διαδικασία, και οδηγήσει σε σύλληψη, νομίζω ότι είναι κάτι που τα ζευγάρια γρήγορα αντιπαρέρχονται.

Αν κάνουν πολλές προσπάθειες, μοιάζει να γίνεται μια έμμονη ιδέα, μοιάζει σαν η κάθε έλλειψη του ζευγαριού να αποδίδεται στην απουσία του παιδιού, οπότε πολύ συχνά καλύπτονται και προβλήματα της σχέσης. Νομίζουν ότι η άφιξη ενός παιδιού -η οποία φέρνει, έτσι κι αλλιώς, έναν κλονισμό στην ισορροπία του ζευγαριού, ιδιαίτερα άν έρθει μετά από πολλά χρόνια- θα λύσει τα πάντα. Τώρα, αν οι προσπάθειες είναι ατέρμονες και δεν οδηγήσουν σε εγκυμοσύνη, εκεί νομίζω ότι ένας ψυχολόγος μπορεί να τους βοηθήσει να δουν τι αλήθεια ζητάνε και αν η επιθυμία είναι ένα γενετικά συγγενές παιδί ή αν θα μπορούσαν να αναζητηθούν άλλες λύσεις, όπως μια υιοθεσία.

Όχι, και είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει, γιατί τα ζευγάρια αλλάζουν γιατρούς.

Κάποια ενημέρωση γίνεται, αλλά όταν τα ζευγάρια πάθουν αυτή τη μονομανία, δεν ακούν. Ένας από τους ρόλους της δημιουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής για την Υποβοηθούμενη Γονιμότητα ήταν να είναι καταγεγραμμένες όλες οι περιπτώσεις. Κανονικά θα έπρεπε, όταν μπαίνει το ζευγάρι σε ένα Κέντρο, να του δίνεται ένας αριθμός, για να ξέρουμε τι κάνει και πόσες φορές, οπότε θα υπήρχε έλεγχος των Μονάδων. Τώρα, αυτό δεν γίνεται.

Βέβαια. Εδώ, όμως, είναι άλλο ένα «ξέφραγο αμπέλι». Επαφίεσαι στη συνείδηση του γιατρού. Υπάρχουν πολλοί σοβαροί γιατροί οι οποίοι δεν παρασύρονται, υπάρχουν όμως και κάποιοι οι οποίοι θεωρούν ότι ζητούμενο είναι το κέρδος. Όταν, λοιπόν, ακούω στην τηλεόραση γυναίκες που απέκτησαν παιδί μετά από 32 προσπά­θειες, σκέφτομαι ότι στη βιβλιογραφία πολύ συχνά η αποτυχία μίας προσπάθειας εξωσωματικής προσομοιάζει με το θάνατο ενός μωρού. Αν αυτή η γυναίκα είχε χάσει 31 παιδιά, πώς είναι με το 32ο; Και πώς βιώνει το παιδί ­αυτό όλες τις προηγούμενες απώλειες;

Οι ίδιοι οι γιατροί στα Κέντρα Εξωσωματικής Γονιμοποίησης δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνει η μη γονιμότητα για ένα ζευγάρι και ποιο είναι το ψυχικό κόστος που έχει η επαναλαμβανόμενη προσπάθεια. Από εκεί ξεκινά, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα. Ακούμε συνεχώς προτάσεις του τύπου «Όποιος επιμένει, τελικά αποκτά ένα παιδί», που είναι αλήθεια για ένα μεγάλο αριθμό ζευγαριών, όχι όμως για όλους, και δίνει μια διάσταση καλής θέλησης και μεγάλης επιθυμίας. Ότι, δηλαδή, ένα παιδί αποκτάται όχι όταν η μέθοδος η ίδια έχει επιτυχία σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, αλλά όταν το ζευγάρι έχει μεγάλο κίνητρο, υπομονή και επιμονή. Αυτό είναι λάθος. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντική η δυνατότητα που προσφέρουν οι μέθοδοι υποβοηθούμενης γονιμότητας σε ανθρώπους που αλλιώς δεν θα αποκτούσαν παιδί, θεωρώ όμως, ταυτόχρονα, πως είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται η συναισθηματική, η ψυχική και η σωματική υγεία όλων των συμβαλλομένων. Είναι σπουδαίο που υπάρχει η δυνατότητα, αλλά ο τρόπος που τη χρησιμοποιούμε δεν είναι ο καλύτερος…

Όχι. Να φανταστείτε ότι, με τον καινούργιο νόμο που ψηφίστηκε για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, μόνο αν υπάρχει παρένθετη μητέρα απαιτείται αξιολόγησή της από ειδικό ψυχικής υγείας, ώστε να μην υπάρχει ψυχοπαθολογία, η οποία θα εμφανιστεί στην περίοδο της κύησης και εκείνη δεν θα δώσει στο ζευγάρι το παιδί.


Όταν υπάρχει τρίτος που παρεμβαίνει στην απόκτηση παιδιού. Νομίζω πως, όταν υπάρχει δότης σπέρματος ή δότρια ωαρίων ή παρένθετη μητέρα, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει συνεργασία με ειδικό ψυχικής υγείας. Πρέπει να είναι συνειδητοποιημένο τι σημαίνει αυτό, τι απώλειες θα βιώσουν. Γιατί, στην αρχή, μπαίνει κανείς σε αυτές τις διαδικασίες με ένα μηχανισμό άρνησης. Ναι μεν το κάνει, ναι μεν ξέρει, αλλά πιστεύει ότι το παιδί είναι του άλλου. Στην πορεία, αυτός ο μηχανισμός σιγά-σιγά αποδυναμώνεται και αποκαλύπτεται αυτό που συμβαίνει. Αν το ζευγάρι έχει κλάψει, έχει πονέσει, έχει αποφασίσει όμως να μείνει μαζί, γιατί είναι σημαντική η σχέση του και θεωρεί απαραίτητο να βρει κάποιον άλλο για να αποκτήσει ένα παιδί και -έστω κι έτσι- το προτιμά από το να χωρίσει, πολύ πιο εύκολα θα αντιμετωπίσει τις όποιες δυσκολίες θα προκύψουν όταν έρθει το μωρό, παρά όταν προκύψουν μέσα από ένα μηχανισμό του τύπου «Δεν το συζητάμε ούτε μεταξύ μας, είναι σαν να μην έγινε», οπότε και το παιδί θα νιώθει πως, όποτε αναφέρει κάτι σε σχέση με τη σύλληψη ή τη γέννησή του, υπάρχει μια αμηχανία. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάτι δεν λέγεται… Και τα παιδιά έχουν την ικανότητα να «ακούν» ακριβώς αυτό που δεν λέγεται.

Ναι. Καταρχήν, όταν ακόμη υπάρχει μια έντονη αμφιθυμία, ένας ψυχολόγος ή ψυχίατρος θα συμβούλευε πως «Ό,τι και να λέει ο γιατρός, μη βιαστείτε, γιατί αυτή η αμφιθυμία θα έρθει μπροστά σας, δεν θα ξεπεράσετε το πρόβλημα». Επίσης, σε περιπτώσεις που αισθάνεται κανείς ότι μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία όχι για να αποκτήσουν παιδί, αλλά για να ελέγξουν τον άλλον, για να τον κρατήσουν απεγνωσμένα. Πρέπει να έχει κανείς κατά νου ότι το ζευγάρι χρειάζεται βοήθεια σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, αλλά πως υπάρχει και κάποιος που δεν έχει ακόμη γεννηθεί και εξίσου χρειάζεται προστασία. Δεν μπορεί να έρχονται στον κόσμο παιδιά για τα οποία δεν υπάρχει ψυχικός χώρος. Είναι μεγάλη η κοινωνική πίεση για την απόκτηση παιδιού, όπως και η απόδειξη της γονιμότητας μέσα από αυτούς τους τρόπους. Όλα αυτά μπλέκονται μέσα στην επιθυμία. «Θέλω ένα παιδί, γιατί θέλω κάτι δικό μου;», «Έχω πολλή τρυφερότητα και αισθάνομαι ότι μόνο εκεί μπορώ να τη διοχετεύσω;», «Θέλω ένα παιδί, επειδή όλος ο κόσμος με ρωτά “Kαλά ακόμα;’’ και επειδή οι γονείς θέλουν να τους καταστήσουμε παππούδες;», «Θέλω ένα παιδί για όλα αυτά και για τι κυρίως;» Είναι πολύ δύσκολο να ξεκαθαριστεί αυτό. Πού είναι η προσωπική επιθυμία και βέβαια πού θα υπάρξει ο χώρος για αυτό το παιδί.
Οι καινούργιες έρευνες δείχνουν ότι, αν μειωθεί το στρες πριν από την προσπάθεια της εξωσωματικής, αυξάνονται στατιστικά σημαντικά οι εγκυμοσύνες. Νομίζω ότι είναι και η μόνη φορά που οι γιατροί άρχισαν να ενδιαφέρονται για την ψυχολογική παράμετρο, γιατί μπορεί να τους δώσει αυξημένα ποσοστά εγκυμοσύνης.


Τα πάντα εφαρμόζονται και, βεβαίως, δεν ελέγχεται αν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις από τις Μονάδες Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, παρότι έχει ψηφιστεί ο νόμος (3305/2005) και λειτουργεί η Ανεξάρτητη Αρχή Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, στην οποία είμαι μέλος. Όμως, η πολιτεία έχει δείξει μια απίστευτη αδιαφορία. Αρκεί να σας πω ότι επί 2 χρόνια δεν έχουν δοθεί χρήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί η λειτουργία των Μονάδων. Δεν ξέρω για ποιο λόγο συνεχίζουμε να συμμετέχουμε σε αυτή την Αρχή. Εμένα, η πρότασή μου ήταν να παραιτηθούμε όλοι. Έχει ψηφιστεί ένας νόμος ο οποίος είναι στα χαρτιά, αλλά κάθε γιατρός κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να ελέγχεται από πουθενά.


Η κ. Ζαΐρα Ράλλη-Παπαληγούρα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας για την Ψυχική Υγεία στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, μέλος της Ανεξάρτητης Αρχής Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, της Αμερικανικής Εταιρείας Γονιμότητας, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και συμμετέχει στις ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος «American Fertility Society», «Psychological Special Interest Group», «European Society of Human Reproduction» (ESHRE) και «Psychology and Counselling». Οι ερευνητικές της δραστηριότητες αφορούν τις ψυχολογικές παραμέτρους της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, την ανάπτυξη των παιδιών που γεννιούνται μετά την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών αναπαραγωγής, την αλληλεπίδραση μητέρας-βρέφους και το δεσμό μητέρας-βρέφους.