Τα παυσίπονα είναι εξίσου απαραίτητα στην τσάντα με τα κλειδιά του σπιτιού, λένε πολλές γυναίκες. Πράγματι, όλοι -άνδρες και γυναίκες- έχουμε ένα κουτί αναλγητικά στο σπίτι ή στο γραφείο, για ώρα ανάγκης. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε τις διαφορές μεταξύ των βασικών αναλγητικών, ενώ ελάχιστοι ξέρουμε τις παρενέργειές τους. Πριν πάρουμε, λοιπόν, το επόμενο χάπι, ας ρίξουμε μια ματιά στα παρακάτω.

Υπάρχουν παυσίπονα που, αν τα παίρνουμε συχνά, προκαλούν εθισμό;
Τόσο η παρακεταμόλη (αλλιώς ακεταμινοφαίνη) όσο και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (π.χ. ασπιρίνη, νιμεσουλίδη, ιβουπροφένη) -οι δύο βασικότερες κατηγορίες αναλγητικών- δεν προκαλούν εξάρτηση ούτε αντοχή (δηλαδή δεν τα «συνηθίζει» ο οργανισμός). Αυτό συμβαίνει γιατί τα συγκεκριμένα φάρμακα δρουν περιφερικά, στα σημεία, δηλαδή, του πόνου (π.χ. στις αρθρώσεις, στην κοιλιά) και όχι στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Για να προκαλέσει ένα φάρμακο εξάρτηση, πρέπει να δρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στα κέντρα του εγκεφάλου. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα οπιούχα αναλγητικά (μορφίνη, πεθιδίνη, κωδεΐνη), τα οποία όμως συστήνονται μόνο σε σοβαρά προβλήματα υγείας (π.χ. στους καρκινοπαθείς) και απαιτείται ειδική (με κόκκινη γραμμή) συνταγή γιατρού.

Υπάρχουν παρενέργειες από τη συστηματική λήψη;
Η παρακεταμόλη, αν και πρόκειται για ήπιο παυσίπονο, όταν λαμβάνεται σε μεγάλη δόση (πάνω από 3 χάπια την ημέρα) για διάστημα μεγαλύτερο των 15 ημερών, είναι πιθανό να προκαλέσει προβλήματα στο συκώτι. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη μπορεί να επηρεάσουν το γαστρεντερικό σύστημα, γι’ αυτό και απαγορεύεται η λήψη τους σε άτομα με ιστορικό έλκους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να λαμβάνονται με γεμάτο στομάχι. Στην περίπτωση, όμως, που υπάρχει κατάχρησή τους (λήψη πάνω από 2 εβδομάδες ή και λιγότερο, όταν ο ασθενής είναι ηλικιωμένος ή έχει προβλήματα υγείας, π.χ. υπέρταση), υπάρχει ο κίνδυνος τοξικότητας, που μπορεί να εκδηλωθεί με γαστρορραγία, αιματολογικές διαταραχές, προβλήματα στα νεφρά κλπ.

Να πάρω δύο παυσίπονα μαζί;
Αν πρόκειται για το ίδιο φάρμακο (την ίδια ουσία), η λήψη δύο χαπιών σημαίνει αυξημένη δόση. Στην περίπτωση αυτή, δεν πρέπει να ξεπεράσουμε τη μέγιστη επιτρεπόμενη δοσολογία, αφού όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα της φαρμακευτικής ουσίας, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος παρενεργειών. Όταν οι παυσίπονες ουσίες είναι διαφορετικές, είναι πιθανό να επιτευχθεί η επιθυμητή δράση (αναλγησία), αλλά ενδεχομένως να υπάρξουν και παρενέργειες. Μια γυναίκα π.χ. με έντονους πόνους περιόδου μπορεί να πάρει παρακεταμόλη και ιβουπροφένη, ώστε να υπάρξει συνεργία των δύο ουσιών και να απαλλαγεί από τον πόνο. Σε κάθε περίπτωση, για τον κατάλληλο συνδυασμό και τις σωστές δόσεις, πρέπει να συμβουλευόμαστε το γιατρό ή το φαρμακοποιό μας.

Μπορεί να προκαλέσουν πονοκέφαλο;
Πράγματι, ορισμένες φορές τα αναλγητικά, αντί να μειώσουν τον πόνο, τον προκαλούν. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε άτομα με χρόνιους πονοκεφάλους που κάνουν κατάχρηση φαρμάκων. Αν π.χ, ο πονοκέφαλός μας χειροτερεύει 3-4 ώρες μετά τη λήψη του παυσίπονου και εμείς συνηθίζουμε να αυξάνουμε διαρκώς τις δόσεις των αναλγητικών, τότε ο πόνος μπορεί να οφείλεται στην κατάχρηση παυσίπονων. Η κεφαλαλγία από την κατάχρηση αναλγητικών είναι πιο έντονη το πρωί, ακριβώς επειδή έχουν προηγηθεί ορισμένες ώρες χωρίς τη λήψη παυσίπονου και, επομένως, τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα είναι χαμηλά. Η λύση είναι να συμβουλευτούμε έναν ειδικό, που θα μας καθοδηγήσει για το ποια φάρμακα θα πρέπει να παίρνουμε και πώς, ώστε να μας κάνουν τελικά καλό και όχι κακό.

Ποια μορφή αναλγητικού είναι πιο αποτελεσματική;
Το υπόθετο απορροφάται γρηγορότερα από τον οργανισμό, συγκριτικά με τα παυσίπονα που λαμβάνονται από το στόμα. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι τόσο πρακτικό (αλλά είναι η μόνη λύση όταν συνυπάρχουν εμετοί). Στην περίπτωση των δισκίων -την πιο διαδεδομένη μορφή αναλγητικών-, πρέπει να γνωρίζουμε ότι μόνο όσα διαθέτουν τη χαρακτηριστική γραμμή-εγκοπή στη μέση μπορούν να κοπούν και να μοιραστεί η δόση τους (τα υπόλοιπα δεν πρέπει να κόβονται, γιατί το κάλυμμά τους τα προστατεύει από το να διαλύονται στο στομάχι), ενώ τα αναβράζοντα αποσκοπούν στη γρηγορότερη απορρόφηση και κυρίως στη μείωση του ερεθισμού του στομάχου και αποτελούν ιδανική λύση για όσους δυσκολεύονται να καταπιούν τα δισκία.



ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΝ κ. ΝΙΚΟΛΑΟ ΣΙΤΑΡΑ, αναπληρωτή καθηγητή Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το δρ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟ ΣΠΑΝΤΙΔΕΑ, παθολόγο, κλινικό φαρμακολόγο.