Μπορεί ο ναρκισσισμός να συνδέεται με μεγάλη ανασφάλεια; Τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με το γούστο στην τέχνη; Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Psychology of Aesthetics, Creativity, and the Arts υποδεικνύει ότι άτομα με συνδυασμό υψηλού ναρκισσισμού και ψυχολογικής ανασφάλειας είναι πιο πιθανό να είναι «πολιτισμικοί παμφάγοι». Δηλαδή να καταναλώνουν τόσο «εκλεπτυσμένες» όσο και «λαϊκές» μορφές τέχνης.
Η τέχνη ως εργαλείο για αναζήτηση ασφάλειας και αλήθειας
Αυτή η συμπεριφορά φαίνεται να λειτουργεί ως στρατηγική για την ικανοποίηση δύο διαφορετικών ψυχολογικών αναγκών. Η μία είναι η ανάγκη επίδειξης κοινωνικού κύρους και η άλλη ανάγκη να προβάλλουν μια αίσθηση προσωπικής αυθεντικότητας.
Ο ναρκισσισμός είναι συχνά κατανοητός ως χαρακτηριστικό προσωπικότητας που συνδέεται με μια μεγαλειώδη εικόνα εαυτού, μια διαρκή ανάγκη για θαυμασμό και έμφαση στη δική του σημασία.
Παρότι αυτό προβάλλει μια εικόνα αυτοπεποίθησης, οι έρευνες έχουν δείξει ότι ο ναρκισσισμός μπορεί να συνυπάρχει με βαθιά αισθήματα ανασφάλειας, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση ή την αίσθηση ότι κάποιος δεν ζει σύμφωνα με τον «αληθινό του εαυτό».
Τέχνη και κοινωνική τάξη
Η κοινωνική τάξη παραδοσιακά ήταν από τους κύριους παράγοντες πολιτισμικού προσανατολισμού. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι οι ελίτ χρησιμοποιούσαν την προτίμησή τους για την «υψηλή» κουλτούρα, όπως για παράδειγμα για την κλασική μουσική και τις καλές τέχνες, ως μέσο διαφοροποίησης από τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις.
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, αυτό το μοτίβο έχει αλλάξει. Οι μελετητές σημειώνουν την άνοδο ενός τύπου ανθρώπου που εκτιμά τόσο προϊόντα υψηλού κύρους όσο και πιο λαϊκές μορφές τέχνης, όπως η ποπ μουσική ή η street art.
Οι επικεφαλής της μελέτης πρότειναν ότι αυτή η σύγχρονη τάση ίσως εξηγείται όχι μόνο από την κοινωνική τάξη, αλλά και από συγκεκριμένες ψυχολογικές δυναμικές. Υπέθεσαν, συγκεκριμένα, ότι άτομα με υψηλό ναρκισσισμό αλλά χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να χρησιμοποιούν την πολιτισμική κατανάλωση ως εργαλείο.
Η προτίμηση για «υψηλή» τέχνη ικανοποιεί την ανάγκη επίδειξης κύρους, ενώ η εκτίμηση της λαϊκής τέχνης -που από πολλούς θεωρείται πιο αυθεντική- βοηθά στην ανακούφιση των εσωτερικών αισθημάτων ανασφάλειας και μη αυθεντικότητας.
Ναρκισσισμός, ανασφάλεια και γούστο στην τέχνη
Για να ερευνήσουν αυτή την υπόθεση, οι ερευνητές διεξήγαγαν δύο ξεχωριστές μελέτες. Στην πρώτη, συμμετείχαν 178 φοιτητές πανεπιστημίου. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για τη μέτρηση των επιπέδων ναρκισσισμού και αυτοεκτίμησής τους και στη συνέχεια κλήθηκαν να αξιολογήσουν πόσο πιθανό ήταν να συμμετάσχουν σε διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες.
Μερικές δραστηριότητες θεωρήθηκαν «υψηλής κουλτούρας», όπως η παρακολούθηση μιας συμφωνικής ορχήστρας ή η επίσκεψη σε πινακοθήκη, ενώ άλλες χαρακτηρίστηκαν ως «χαμηλής κουλτούρας», όπως η παρακολούθηση ποπ συναυλιών ή η θέαση γκράφιτι.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα για να διαπιστώσουν αν υπήρχε σχέση ανάμεσα στα σκορ προσωπικότητας και στις πολιτιστικές προτιμήσεις. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ένα σαφές μοτίβο. Σύμφωνα, λοιπόν, με την έρευνα, για άτομα με υψηλά επίπεδα ναρκισσισμού, η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδεόταν με μεγαλύτερη πρόθεση συμμετοχής τόσο σε δραστηριότητες «υψηλής» όσο και «χαμηλής» κουλτούρας.
Αυτό επιβεβαίωσε ότι το προφίλ του «ανασφαλούς ναρκισσιστή» συνδέεται με την τάση να είναι κάποιος «πολιτισμικός παμφάγος», να έχει δηλαδή ενδιαφέρον και για τις δύο πλευρές του πολιτιστικού φάσματος.
Η δεύτερη μελέτη στόχευε να εξετάσει πιο συγκεκριμένα τα κίνητρα πίσω από αυτές τις διπλές προτιμήσεις. Οι ερευνητές ήθελαν να διαπιστώσουν αν η επιδίωξη κύρους εξηγούσε την προτίμηση για την «υψηλή» κουλτούρα, ενώ η ανάγκη αυθεντικότητας εξηγούσε την προτίμηση για τη «χαμηλή» κουλτούρα.
Σε αυτό το πείραμα συμμετείχαν 144 φοιτητές. Αυτή τη φορά, οι ερευνητές μέτρησαν μια πιο εξειδικευμένη μορφή ανασφάλειας, την «αποξένωση από τον εαυτό», δηλαδή το αίσθημα αποσύνδεσης από τον αληθινό εαυτό.
Επικεντρώθηκαν, επίσης, σε μια διάσταση του ναρκισσισμού που αφορά στην αίσθηση ανωτερότητας και αλαζονείας. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες και διάβασαν ένα σύντομο βιογραφικό μιας φανταστικής καλλιτέχνιδας.
Το παράδειγμα της καλλιτέχνιδας
Στη μία εκδοχή, η καλλιτέχνιδα παρουσιαζόταν ως «υψηλής» κουλτούρας, με έργα που εκτίθεντο σε μεγάλα μουσεία. Στην άλλη, ως «χαμηλής» κουλτούρας, με έργα που χάριζε σε φίλους και οικογένεια πριν την ανακαλύψει ένας τοπικός έμπορος τέχνης.
Μετά την ανάγνωση, οι συμμετέχοντες αξιολόγησαν πόσο ενδιαφέρον θα είχαν να δουν τα έργα της καλλιτέχνιδας και απάντησαν σε ερωτήσεις για τα κίνητρά τους, όπως η ανάγκη επίδειξης κύρους ή η ανάγκη να προβάλλουν αυθεντικότητα.
Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την υπόθεση των ερευνητών. Όσοι διάβασαν για την καλλιτέχνιδα «υψηλής» κουλτούρας και εμφάνιζαν προφίλ ανασφαλούς ναρκισσισμού, έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα έργα της, κάτι που συνδεόταν στατιστικά με αυξημένη ανάγκη για κοινωνικό κύρος εκείνη τη στιγμή.
Όσοι διάβασαν για την καλλιτέχνιδα «χαμηλής» κουλτούρας, έδειξαν ενδιαφέρον που σχετιζόταν με την ανάγκη για προσωπική αυθεντικότητα. Με άλλα λόγια, η «υψηλή» τέχνη βοηθούσε τους ανασφαλείς ναρκισσιστές να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους να φαίνονται σπουδαίοι, ενώ η «χαμηλή» τέχνη τους βοηθούσε να νιώσουν πιο αληθινοί.
Τελικά, φαίνεται πως για ορισμένα άτομα, το τι είδους τέχνη προτιμούν δεν έχει να κάνει απλώς με το τι είναι αυτό που τους ενδιαφέρει, αλλά αποτελεί μία στρατηγική διαχείρισης της ταυτότητας και των εσωτερικών τους ανασφαλειών.
