Η πιο θεμελιώδης ανθρώπινη ανάγκη είναι η βαθιά σύνδεση. Κι όμως, οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε πώς να τη δημιουργήσουμε με συνέπεια και σταθερότητα. Μάλιστα, κάποιες φορές, σαμποτάρουμε τις σχέσεις μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε, παρότι έχουμε τις καλύτερες προθέσεις.

Σκέψου: έχεις ανοιχτεί ποτέ σε κάποιον για κάτι που σε δυσκόλεψε, σε πίεσε, σε πόνεσε; Μήπως έχεις λάβει απαντήσεις, όπως: «Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά» ή «Να τι πρέπει να κάνεις»; Οι περισσότεροι άνθρωποι που απαντούν έτσι θέλουν πραγματικά να βοηθήσουν. Όμως, αυτό που συνήθως έχεις ανάγκη εκείνη τη στιγμή δεν είναι η συμβουλή ή η διαβεβαίωση, αλλά η σύνδεση.

Το να σε καθησυχάζουν, να σε «διορθώνουν» ή να προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημά σου μπορεί να φαίνεται σαν υποστήριξη, αλλά συχνά δημιουργεί απόσταση. Αντίθετα, αν σε ακούν με ενσυναίσθηση, όχι για να σου πουν ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά για να σου δείξουν ότι σε καταλαβαίνουν, τότε μπορείτε να έρθετε πιο κοντά.

Η δύναμη της αντανάκλασης (reflection) στις σχέσεις

Όταν ο ακροατής αντικατοπτρίζει αυτό που λες ή νιώθεις με φράσεις όπως: «Ακούγεται δύσκολο», «Ένιωσες πως σε αγνόησαν», «Ήλπιζες να γίνει αλλιώς», «Είσαι αγχωμένος για το τι θα γίνει μετά — και αυτό είναι απολύτως λογικό.» — σου στέλνει το μήνυμα: «Σε βλέπω. Είμαι εδώ μαζί σου.»

Φυσικά, δεν πρόκειται για τεχνική, αλλά για πραγματική συναισθηματική παρουσία. Ο άλλος το καταλαβαίνει από τη φωνή, τη στάση, τη ματιά σου. Αυτό είναι το σημείο όπου γεννιέται η σύνδεση — η στιγμή που κάποιος νιώθει ορατός, κατανοητός και ασφαλής.

Από την άλλη πλευρά, η… υπερβολική παρηγοριά («Μην το σκέφτεσαι», «Θα περάσει») μπορεί να απομακρύνει τον άνθρωπο που μοιράζεται κάτι ευάλωτο. Γι’ αυτό, μην βιάζεσαι να δώσεις συμβουλές. Πρώτα προσπάθησε να καταλάβεις και να συνδεθείς. Ακόμη κι αν δεν έχεις όλες τις απαντήσεις, καλλιεργείς με αυτόν τον τρόπο την εμπιστοσύνη.

Η αντανάκλαση δείχνει ότι συντονίζεσαι με το βίωμα του άλλου, τον κάνει να νιώθει ότι τον βλέπεις ως άνθρωπο, όχι ως πρόβλημα προς επίλυση ενώ η παρηγοριά, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι, μπορεί να του περάσει το μήνυμα: «Δεν πρέπει να νιώθεις έτσι.» Γι’ αυτό και η λέξη «ηρέμησε» σχεδόν ποτέ δεν ηρεμεί κανέναν.

Γιατί η “διόρθωση” καταστρέφει τη σύνδεση

Όταν ακούμε κάτι που θεωρούμε υπερβολικό ή άδικο, είναι δύσκολο να μην σπεύσουμε να το «διορθώσουμε». Όμως, αυτό σπάνια βοηθά. Για παράδειγμα, αν ο/η σύντροφός σου, σου πει: «Ποτέ δεν με ακούς!», η αυθόρμητη απάντηση είναι: «Μα τι λες; Σε άκουγα χτες!». Όμως αυτό απαντά στα λόγια, όχι στο συναίσθημα.

Στην πραγματικότητα, ο/η σύντροφός σου θέλει να πει είναι: «Νιώθω πως δεν με προσέχεις».

Όταν «διορθώνεις» αντί να συνδεθείς, ο άλλος νιώθει ακόμη πιο αόρατος — κι έτσι η συζήτηση μπορεί να καταλήξει σε καβγά.

Η θεραπευτική δύναμη της ενσυναίσθησης στις σχέσεις

Οι θεραπευτές δεν βιάζονται να καθησυχάσουν ή να συμβουλέψουν — αντανακλούν και επικυρώνουν. Ξέρουν πως η τάση μας να «διορθώνουμε» και να δίνουμε λύσεις κάνει τις πιο πολλές φορές τον άλλον να αμύνεται περισσότερο.

Η έρευνα δείχνει ότι όταν ένας άνθρωπος αισθάνεται κατανοητός, αρχίζει ο ίδιος να βρίσκει τα επόμενα βήματά του — με περισσότερη αυτοπεποίθηση και αυτονομία.

Οι περισσότεροι από εμάς νιώθουμε πίεση να πούμε “το σωστό”, να δώσουμε λύση, να καθησυχάσουμε, να βοηθήσουμε. Όμως η πιο ουσιαστική βοήθεια είναι η συναισθηματική παρουσία.

Όταν κάποιος λοιπόν σου ανοίγεται, αντί να τον καθησυχάσεις, προσπάθησε να απαντήσεις στο συναίσθημα πίσω από τα λόγια του: «Αν κατάλαβα καλά, νιώθεις πολύ θυμό για ό,τι συμβαίνει στη δουλειά» ή «Μου φαίνεται πως νιώθεις ότι δεν σε ακούω τελευταία». Αυτή η μικρή αλλαγή μετατρέπει την άμυνα σε διάλογο. Η «διόρθωση» μπορεί να κερδίσει μια συζήτηση, αλλά η αντανάκλαση τελικά, κερδίζει τη σχέση…