Μετά από όλη τη δημοσιότητα που πήρε η γενναία απόφαση της Αντζελίνας Τζολί να προχωρήσει σε διπλή προληπτική μαστεκτομή και τα ερωτήματα που εγείρονται, το Vita.gr μιλά με τον κ. Κωνσταντίνο Συρίγο, καθηγητή Παθολογίας-Ογκολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τον γονιδιακό έλεγχο, την επέμβαση της προληπτικής μαστεκτομής και για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα.

Η προφυλακτική αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή είναι συνηθισμένη στην Ελλάδα;

Γενικώς δεν είναι μια απόλυτα αποδεκτή μέθοδος. Δεν υπάρχουν τα επιστημονικά δεδομένα ώστε να πει κάποιος ότι αυτή είναι η μοναδική λύση. Υπάρχει μια ασάφεια στην έρευνα, διότι διεθνώς είναι μικρός ο αριθμός των γυναικών που έχουν υποβληθεί προληπτικά σε μαστεκτομή και δεν έχουν μελετηθεί αρκετά τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής. Γι’ αυτό, οι επιστημονικές οδηγίες λένε ότι πρώτα παρουσιάζουμε το πρόβλημα στην ασθενή, της μιλάμε για το ποσοστό του κινδύνου που διατρέχει να αναπτύξει καρκίνο του μαστού και εκείνη τελικά επιλέγει ανάμεσα σε μια προφυλακτική αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή και τη συχνή παρακολούθηση.

Αυτά όλα ισχύουν αφού κάνει τις γονιδιακές εξετάσεις;

Σαφώς. Αυτές είναι οι οδηγίες που δίνουμε μετά.

Στην περίπτωση που η ασθενής αποφασίσει ότι θα υποβληθεί σε μια τέτοια επέμβαση, μπορεί να την κάνει και στην Ελλάδα;

Αν ανήκει στην ομάδα υψηλού κινδύνου και το αποφασίσει, φυσικά και γίνεται και στην Ελλάδα.

Και ποια ακριβώς είναι η διαδικασία; Διαφέρει από τη ριζική μαστεκτομή, που συχνά επιλέγεται όταν διαγνωστεί καρκίνος;

Στην επέμβαση που γίνεται για προληπτικούς λόγους αφαιρείται όλος ο μαζικός αδένας και στη συνέχεια γίνεται και κοσμητική παρέμβαση. Με ειδική χειρουργική τεχνική, παραμένει το δέρμα και η θηλή.

Η πλαστική αποκατάσταση γίνεται ταυτόχρονα ή σε δεύτερο χρόνο;

Υπάρχουν πολλές τεχνικές που ακολουθούνται. Μπορεί να γίνει σε πρώτο χρόνο, μπορεί όμως και σε δεύτερο. Αυτό είναι θέμα της χειρουργικής ομάδας που θα το αναλάβει.

Από τη στιγμή που θα γίνει μια τέτοια επέμβαση λύνεται το θέμα ή εξακολουθεί να υπάρχει έστω και μικρή πιθανότητα η γυναίκα να εμφανίσει τελικά καρκίνο;

Ακριβώς αυτό είναι το θέμα που δεν έχει πλήρως διαλευκανθεί. Κατά πόσο, δηλαδή, αυτή η επέμβαση προστατεύει 100% από την ανάπτυξη καρκίνου του μαστού και κατά πόσο αρκεί από μόνη της αυτή η επέμβαση ή πρέπει να γίνουν και άλλα βοηθητικά πράγματα, όπως για παράδειγμα να αφαιρεθούν και οι ωοθήκες, καθώς έχει βρεθεί ότι οι γυναίκες που έχουν αυτό το γονίδιο διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο όχι μόνο για καρκίνο του μαστού, αλλά και για καρκίνο των ωοθηκών. Οπότε θα πρέπει να αφαιρεθούν και οι ωοθήκες, για να είναι απόλυτα σίγουρες.

Ποιες είναι υποψήφιες;

Υποψήφιες είναι οι γυναίκες που είναι θετικές στον γονιδιακό έλεγχο, που φέρουν δηλαδή μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 και BRCA2 και άρα ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου. Αν δεν είναι θετικές στον γονιδιακό έλεγχο, τότε δεν κατατάσσονται στην ομάδα υψηλού κινδύνου.

Και ποιες γυναίκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν το γονίδιο;

Οι γυναίκες που έχουν συγγενείς πρώτου ή δεύτερου βαθμού με καρκίνο του μαστού, οι γυναίκες που οι μητέρες τους ή οι αδερφές τους ανέπτυξαν καρκίνο μαστού σε ασυνήθιστα μικρή ηλικία, καθώς και εκείνες που εμφάνισαν συνδυασμούς νεοπλασιών, όπως μαστού και ωοθηκών. Αυτές οι γυναίκες πρέπει να υποβληθούν σε αυτή την εξέταση.

Αν μια γυναίκα βρεθεί ότι έχει το γονίδιο και δεν θέλει να προχωρήσει σε μαστεκτομή είναι καταδικασμένη;

Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να εφαρμοστούν άλλοι τρόποι πρόληψης, που είναι κυρίως ο συχνός διαγνωστικός έλεγχος.

Με ποια συχνότητα δηλαδή;

Εξαρτάται από το πόσο υψηλός είναι ο κίνδυνος και την ηλικία της γυναίκας. Έτσι, μαστογραφία πρέπει να κάνουν οι γυναίκες μία φορά τον χρόνο, αλλά αν υπάρχουν ευρήματα πρέπει να γίνονται υπερηχογραφήματα νωρίτερα.

Πού μπορούν να κάνουν αυτή την εξέταση, ώστε να είναι αξιόπιστη;

Πρέπει πρώτα να μιλήσουν με τον οικογενειακό τους γιατρό ή με ογκολόγο, για να ερευνηθεί το ποσοστό του κινδύνου που διατρέχουν και αν αποφασιστεί ότι πρέπει να γίνει η εξέταση ή αν η γυναίκα θέλει να την κάνει, τότε ο γιατρός της θα την κατευθύνει σε κάποια από τα εξειδικευμένα κέντρα που υπάρχουν ( πανεπιστημιακά, δημόσια ή ιδιωτικά).

Καλύπτεται από τα Ταμεία;

Δυστυχώς όχι, και είναι μια ακριβή εξέταση.

Τι γίνεται με τον ψυχολογικό αντίκτυπο που συνοδεύει μια τέτοια εξέταση και μια τέτοια επέμβαση;

Εδώ είναι που τα πράγματα περιπλέκονται. Αυτή η εξέταση δεν είναι απλή, δεν έχει να κάνει μόνο με το χειρουργείο που πιθανόν θα ακολουθήσει. Το χειρουργείο είναι το λιγότερο. Η ψυχική φθορά που συνοδεύει όλη αυτή τη διαδικασία είναι πολύ σοβαρή. Και ξεκινά από τη στιγμή που πρέπει να ληφθεί η απόφαση, να γίνει δηλαδή ή να μη γίνει η εξέταση. Μετά, αν γίνει, ακολουθεί η ψυχολογική φόρτιση που συνοδεύει μια διάγνωση θετική στο γονίδιο και η γνώση τού να ξέρεις ότι έχεις πολύ υψηλές πιθανότητες σε λίγα χρόνια να αποκτήσεις μια θανατηφόρα μορφή καρκίνου. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί ο καθένας να το ακούσει και να το διαχειριστεί. Επίσης, δεν μπορεί να διαχειριστεί την πιθανότητα ότι, παρότι είναι σε αυτόν τον υψηλό κίνδυνο, θα αποφασίσει τελικά να μην κάνει τίποτα. Πώς μια νέα γυναίκα, π.χ. 30 χρονών, που έχει όλη της τη ζωή μπροστά της -και από πλευράς μητρότητας και όσον αφορά το σεξ- μπορεί να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι θα μείνει χωρίς μαστούς; Όποια απόφαση και να παρθεί, θέλει ψυχολογική και ψυχιατρική υποστήριξη, δεν είναι εύκολες αποφάσεις αυτές. Γι’ αυτό και τέτοιες καταστάσεις δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται από έναν μόνο γιατρό. Χρειάζεται οργανωμένη ομάδα με εξειδικευμένους γιατρούς (ογκολόγος, χειρουργός, ψυχίατρος, ψυχολόγος, ενδοκρινολόγος). Μετά από μια τέτοια επέμβαση μαστεκτομής και αφαίρεσης ωοθηκών, προκύπτουν προβλήματα ενδοκρινολογικά, π.χ. οστεοπόρωση.

Τι θα συμβουλεύατε όλες τις γυναίκες;

Θα έλεγα και στις γυναίκες και στα συστήματα Υγείας να δουν το θέμα με ψυχραιμία. Οι περισσότερες που θα πάθουν καρκίνο του μαστού -ειδικά στην Ελλάδα- δεν θα έχουν το γονίδιο. Αυτό που έκανε η Αντζελίνα Τζολί είναι μια πολύ γενναία πράξη, αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αφορά έναν πολύ μικρό αριθμό γυναικών. Ο μεγάλος αριθμός ανήκει στην κατηγορία εκείνη των γυναικών που παθαίνουν τυχαία, σποραδικά καρκίνο του μαστού και γι’ αυτόν τον λόγο οι γυναίκες δεν πρέπει να υποβληθούν στην εξέταση του γονιδιακού ελέγχου μαζικά. Επίσης, στην περίπτωση που κάνουν την εξέταση και βγει αρνητική, ελλοχεύει ο κίνδυνος του εφησυχασμού. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Δεν σημαίνει ότι επειδή δεν έχουν το γονίδιο δεν κινδυνεύουν. Γι’ αυτό, τελικά πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο βασικό μήνυμα, που δεν είναι η διενέργεια γονιδιακού ελέγχου, αλλά μαστογραφίας κάθε χρόνο για τη μεγάλη πλειονότητα των γυναικών. Από ‘κεί και πέρα, οι γυναίκες εκείνες που υποπτεύονται ότι έχουν μια πολύ υψηλή κληρονομικότητα καρκίνου του μαστού θα πρέπει να συμβουλευτούν για τις επόμενες κινήσεις τους τον γιατρό τους.