Η παροδική ισχαιμική προσβολή, γνωστή και ως μίνι εγκεφαλικό, αφορά την προσωρινή απόφραξη της ροής του αίματος στον εγκέφαλο και τα άτομα που την βιώνουν μπορεί αργότερα να υποστούν εγκεφαλικό επεισόδιο. Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Neurology, το ιατρικό περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, εξέτασε την κόπωση ύστερα από παροδική ισχαιμική προσβολή. Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι περισσότερο από το ήμισυ των συμμετεχόντων εμφάνισε γενική κόπωση 1 χρόνο μετά.
Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η αντιμετώπιση της κόπωσης σε άτομα που έχουν υποστεί παροδική ισχαιμική προσβολή είναι σημαντική, τόνισαν οι επιστήμονες.
Πώς συνδέονται οι παροδικές ισχαιμικές προσβολές με την κόπωση
Στην εν λόγω προοπτική μελέτη κοόρτης, όλοι οι συμμετέχοντες είχαν υποστεί παροδική ισχαιμική προσβολή, ήταν τουλάχιστον 18 ετών και είχαν αρχίσει να εμφανίζουν συμπτώματα μέσα στις προηγούμενες 30 ημέρες. Οι ερευνητές απέκλεισαν ορισμένα άτομα, όπως όσους δεν μπορούσαν να συμπληρώσουν τα ερωτηματολόγια. Όλοι οι συμμετέχοντες έλαβαν θεραπεία για την παροδική ισχαιμική προσβολή στη μονάδα εγκεφαλικών επεισοδίων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Άαλμποργκ.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δύο ερωτηματολόγια για να αξιολογήσουν τα επίπεδα κόπωσης των συμμετεχόντων. Το πρώτο αξιολογούσε την κόπωση σε πέντε διαφορετικούς τομείς, ενώ το δεύτερο μέτραγε τη σοβαρότητα της κόπωσης. Ένας από τους τομείς ήταν η γενική κόπωση, όπου βαθμολογία 12 ή περισσότερο υποδείκνυε παθολογική κόπωση.
Η αρχική αξιολόγηση έγινε κατά μέσο όρο περίπου 20 ημέρες μετά τα πρώτα συμπτώματα της παροδικής ισχαιμικής προσβολής. Οι ερευνητές ακολούθησαν τους συμμετέχοντες σε χρονικά διαστήματα των 3, 6 και 12 μηνών. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν επίσης σε μαγνητική τομογραφία (MRI) για να διαπιστωθεί αν είχαν βλάβη ή νέκρωση του ιστού του εγκεφάλου λόγω της απόφραξης της ροής του αίματος.
Επιπλέον, οι ερευνητές συγκέντρωσαν και άλλα δεδομένα, όπως η ηλικία, η διάρκεια των συμπτωμάτων της παροδικής ισχαιμικής προσβολής καθώς και το ιστορικό άγχους ή κατάθλιψης.
Υψηλό ποσοστό κόπωσης 1 χρόνο μετά από μίνι-εγκεφαλικό
Συνολικά, 287 συμμετέχοντες συμπλήρωσαν τα αρχικά ερωτηματολόγια της μελέτης, και 250 απάντησαν στο τελικό ερωτηματολόγιο 12 μήνες αργότερα.
Γενικά, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα εμφάνισης κόπωσης μεταξύ των συμμετεχόντων. Στην αρχική αξιολόγηση, λίγο πάνω από το 61% παρουσίαζε παθολογική κόπωση. Στο διάστημα των 12 μηνών, το 53,8% ανέφερε παθολογική κόπωση.
Πάνω από το 60% των συμμετεχόντων που είχαν παθολογική κόπωση στην αρχή, ανέφεραν παθολογική κόπωση και μετά από 12 μήνες. Αντίθετα, μόνο το 22,5% όσων δεν είχαν παθολογική κόπωση στην αρχική αξιολόγηση ανέφεραν παθολογική κόπωση στο 12μηνο.
Το ποσοστό των συμμετεχόντων που είχαν οξύ εγκεφαλικό ήταν χαμηλότερο μεταξύ αυτών που εμφάνιζαν κόπωση σε σύγκριση με όσους δεν είχαν. Στους συμμετέχοντες με κόπωση στην αρχική αξιολόγηση, το 13,1% είχε οξύ εγκεφαλικό, ενώ στην ομάδα χωρίς κόπωση το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 19,8%.
Οι ερευνητές πρότειναν ότι η αναζήτηση μόνο οξέων ισχαιμικών βλαβών δεν αρκεί για να προβλεφθεί ποιος θα εμφανίσει κόπωση μετά από παροδική ισχαιμική προσβολή. Η προϋπάρχουσα ύπαρξη άγχους ή κατάθλιψης ήταν επίσης διπλάσια στην ομάδα που ανέφερε κόπωση στην αρχική αξιολόγηση.
Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν μια πιθανή μακροχρόνια επίπτωση μετά από παροδικές ισχαιμικές προσβολές.
Ο Δρ Κρίστοφερ Γι, Christopher Yi, ιατρός στο MemorialCare Orange Coast Medical Center στο Fountain Valley της Καλιφόρνια, σημείωσε:
«Γνωρίζουμε πολύ λίγα για τις επιπτώσεις των παροδικών ισχαιμικών προσβολών, καθώς οι παραδοσιακές προσεγγίσεις για τέτοια περιστατικά εστιάζουν στην πρόληψη του εγκεφαλικού, δηλαδή στον έλεγχο της υπέρτασης, τα αντιαιμοπεταλιακά, την αντιπηκτική αγωγή ή τη χειρουργική επέμβαση. Αυτή η μελέτη προσφέρει μια νέα οπτική για τις παρατεταμένες επιπτώσεις των παροδικών ισχαιμικών προσβολών, οι οποίες παραδοσιακά θεωρούνταν ότι δεν έχουν μακροχρόνιες συνέπειες. Αυτό μπορεί να προσθέσει μια νέα διάσταση στην προσέγγισή μας για τη διαχείριση και την αξιολόγηση της χρόνιας κόπωσης.»
Η επίπτωση της κόπωσης μπορεί να είναι «υποτιμημένη»
Η μελέτη έχει μερικούς περιορισμούς. Πρώτον, διεξήχθη σε μια και μόνο μονάδα εγκεφαλικών επεισοδίων σε ένα νοσοκομείο της Δανίας. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα στο μέλλον και θέτει ερωτήματα για το κατά πόσο τα αποτελέσματα μπορούν να γενικευτούν.
Επιπλέον, οι ερευνητές αναγνώρισαν την πιθανότητα ότι συγγενικά πρόσωπα των συμμετεχόντων βοήθησαν στη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει την ακρίβειά τους.
Επιπρόσθετα, κάποιοι συμμετέχοντες αποκλείστηκαν επειδή αρνήθηκαν να συμμετάσχουν λόγω έλλειψης ενέργειας, κάτι που υποδηλώνει ότι πιθανότατα αντιμετώπιζαν και αυτοί κόπωση. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό μπορεί να έχει οδηγήσει σε μεροληψία επιλογής, προκαλώντας «υποεκτίμηση της επίπτωσης της κόπωσης». Συνεπώς, απαιτούνται περισσότερες μελέτες για την κόπωση στο μέλλον.
Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να εξετάσει γιατί αναπτύσσουν κόπωση οι άνθρωποι μετά από παροδικές ισχαιμικές προσβολές, μιας και η τρέχουσα μελέτη δεν μπόρεσε να το προσδιορίσει.
Καθώς η έρευνα προχωρά σε αυτόν τον τομέα, οι γιατροί μπορεί να ενθαρρυνθούν να αξιολογούν τους ασθενείς για κόπωση και να παρέχουν την κατάλληλη υποστήριξη. Επίσης, μπορεί να υποδεικνύει την ανάγκη για πιο συχνή παρακολούθηση της κόπωσης μετά από παροδική ισχαιμική προσβολή.
Οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ότι τα ευρήματά τους δείχνουν πως τα επίπεδα κόπωσης στους ασθενείς που βιώνουν παροδική ισχαιμική προσβολή είναι συγκρίσιμα με αυτά των ασθενών με εγκεφαλικό.
Επιπλέον, τονίζουν πως η κόπωση μπορεί να δυσχεράνει την ανάρρωση μετά από παροδική ισχαιμική προσβολή και να επηρεάσει αρνητικά τις προσπάθειες του ατόμου να κάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής του. Υποστηρίζουν ότι οι προσπάθειες αποκατάστασης μπορεί να είναι εξίσου σημαντικές για τους ασθενείς με παροδική ισχαιμική προσβολή όσο και για αυτούς με εγκεφαλικό.