Η ξηροφθαλμία δεν είναι απλώς μια μικρή ενόχληση, μπορεί να επηρεάσει την καθημερινότητα, προκαλώντας σημαντική δυσφορία. Κι όμως, παρότι τα συμπτώματα γίνονται ολοένα και πιο συχνά με την ηλικία, λίγοι πραγματικά γνωρίζουν πόσο διαδεδομένο είναι το πρόβλημα.

Νέα έρευνα που παρουσιάστηκε στο 43ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Χειρουργών Καταρράκτη και Διαθλαστικής Χειρουργικής (ESCRS) επισημαίνει ότι περισσότερο από το ήμισυ του γενικού πληθυσμού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη πάσχει από ξηροφθαλμία, αλλά μόνο το 20% των Ευρωπαίων ασθενών και το 17% των Αμερικανών ασθενών έχουν διαγνωστεί, ενώ μπορεί να περιμένουν ακόμα και χρόνια πριν αναζητήσουν επαγγελματική βοήθεια.

«Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι μια σημαντική ομάδα ασθενών υποφέρει χωρίς βοήθεια. Με το ερωτηματολόγιο στην Ευρώπη εξετάσαμε γιατί οι άνθρωποι δεν αναζητούν θεραπεία. Πολλοί θεωρούν την ξηροφθαλμία ως φυσιολογικό μέρος της γήρανσης, κάτι που πρέπει να υπομείνουν. Ωστόσο απλές λύσεις, όπως οι οφθαλμικές σταγόνες, θα μπορούσαν να προσφέρουν σημαντική ανακούφιση, αλλά πολλοί δεν αναζητούν βοήθεια», αναφέρει ο Δρ. Piotr Wozniak, διαθλαστικός χειρουργός, ειδικός στη ξηροφθαλμία και λέκτορας στο Cardinal Stefan Wyszyński University στη Βαρσοβία.

Κοινό πρόβλημα η ξηροφθαλμία

Ο Δρ Wozniak παρουσίασε τα ευρήματα έρευνας που διεξήχθη τον Απρίλιο του 2024 σε 2.003 ενήλικες στις Ηνωμένες Πολιτείες και μιας διεθνούς μελέτης σε πάνω από 5.000 ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πολωνία και τη Σαουδική Αραβία, με όνομα «Needs Unmet in Dry Eye: Symptoms, Treatment and Severity» (NESTS) (Ανεπαρκείς ανάγκες στην ξηροφθαλμία: συμπτώματα, θεραπεία και σοβαρότητα).

Τον Ιούνιο του 2025, διεξήχθη έρευνα σε 2.580 ενήλικες του γενικού πληθυσμού και σε 2.572 άτομα που πάσχουν από ξηροφθαλμία για το διεθνές σκέλος της μελέτης NESTS. «Στη μελέτη NESTS, διαπιστώσαμε ότι το 58% του γενικού πληθυσμού ανέφερε ότι βιώνει συμπτώματα ξηροφθαλμίας, αλλά μόνο ένας στους πέντε έχει λάβει επίσημη διάγνωση », δήλωσε χαρακτηριστικά.

Άλλα ευρήματα από την μελέτη NESTS αποκαλύπτουν ότι το 60% των ατόμων που πάσχουν από ξηροφθαλμία περίμεναν τουλάχιστον τέσσερις μήνες πριν ζητήσουν βοήθεια, ενώ το 20% περίμεναν περισσότερο από ένα χρόνο πριν μιλήσουν με τον γιατρό τους για τα συμπτώματά τους. Πολλοί πάσχοντες σταμάτησαν να οδηγούν τη νύχτα (17%), δεν φορούσαν πλέον μακιγιάζ (14,8%) ή μείωσαν τη χρήση θέρμανσης ή κλιματισμού (15,2%) εξαιτίας των συμπτωμάτων τους. Ένας στους τρεις πάσχοντες (34%) ανέφερε ότι τα συμπτώματά του είχαν επιδεινωθεί κατά το τελευταίο έτος και μόνο το 9% δήλωσε ότι είχε σημειωθεί βελτίωση.

Στην αμερικανική μελέτη, τα ξηρά μάτια επηρέαζαν συχνά το 50% των ερωτηθέντων, ενώ το 80% παρουσίαζε συμπτώματα όπως κόπωση, κνησμό ή δακρύρροια, αλλά μόνο το 17% είχε διαγνωστεί από οφθαλμίατρο. Μεταξύ 35-75% των ατόμων ενοχλούνταν πολύ ή εξαιρετικά από την ξηροφθαλμία, με το διάβασμα, τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών ή την οδήγηση να είναι οι πιο συνηθισμένες δραστηριότητες που διαταράσσονταν.

Το 70% δεν γνώριζε τις επιλογές θεραπείας, το 40% δεν γνώριζε ότι η μη θεραπευμένη ξηροφθαλμία μπορεί να προκαλέσει άλλα προβλήματα στα μάτια και μόνο περίπου το 25% επισκεπτόταν έναν οφθαλμίατρο κάθε δύο χρόνια ή πιο συχνά. Το 67% των ατόμων με ξηροφθαλμία περίμεναν έξι μήνες ή περισσότερο για να επισκεφθούν έναν οφθαλμίατρο και το 31% περίμεναν δύο ή περισσότερα χρόνια.

Τα συμπτώματα που πρέπει να προσέξετε

Τα συμπτώματα της ξηροφθαλμίας περιλαμβάνουν αίσθηση άμμου ή κόκκων, πόνο, δυσφορία και πόνο στα μάτια, κνησμό ή αίσθηση καύσου, βραχυπρόθεσμη θολή όραση και δακρύρροια. Η ξηροφθαλμία εμφανίζεται πιο συχνά σε άτομα άνω των 50 ετών, επειδή οι αδένες που παράγουν δάκρυα, γίνονται λιγότερο αποτελεσματικοί, με αποτέλεσμα τα δάκρυα να στεγνώνουν πολύ γρήγορα και το μπροστινό μέρος του ματιού να γίνεται ξηρό και ερεθισμένο.

Ο ξηρός αέρας, η σκόνη, ο άνεμος αλλά και οι χαμηλές θερμοκρασίες μπορεί επίσης να προκαλέσουν ξηρότητα στα μάτια, όπως και η χρήση κλιματιστικού ή κεντρικής θέρμανσης, το κάπνισμα και ορισμένες παθήσεις, όπως τα αυτοάνοσα ή οι ορμονικές διαταραχές.