Επιστήμονες αποκάλυψαν ότι το να μιλάμε στον εαυτό μας μπορεί να μας προκαλέσει… «καρδιοχτύπι». Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Psychophysiology διαπίστωσε ότι το να «μιλάμε» σιωπηλά στον εαυτό μας με συναισθηματικό τρόπο, είτε θετικά είτε αρνητικά, μπορεί να προκαλέσει αύξηση του ρυθμού που έχει η καρδιά μας, ακόμη και χωρίς καμία σωματική κίνηση.
Τι είναι η εσωτερική ομιλία
Οι ψυχολόγοι γνωρίζουν εδώ και δεκαετίες ότι η εσωτερική ομιλία, δηλαδή ο σιωπηλός διάλογος που κάνουμε με τον εαυτό μας, είναι μια πολύ συνηθισμένη γνωστική δραστηριότητα. Αυτός ο εσωτερικός διάλογος παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της προσοχής, της κινητοποίησης και των συναισθημάτων.
Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, είχαν διεξαχθεί ελάχιστες έρευνες σχετικά με το αν αυτή η «εσωτερική φωνή» έχει τη δυναότητα να επηρεάσει άμεσα τη φυσιολογία του σώματός μας.
Τι προκαλεί η συναισθηματική εσωτερική φωνή στην καρδιά μας
Στην εν λόγω έρευνα, που έγινε στη Δανία, αποφάσισαν να διερευνήσουν αυτή τη σχέση και να δουν αν η συναισθηματική εσωτερική ομιλία επηρεάζει τον καρδιακό ρυθμό διαφορετικά από τη μη συναισθηματική. Στη μελέτη συμμετείχαν 90 άτομα ηλικίας 18-75 ετών. Κάθε συμμετέχων ξάπλωνε σε ένα κρεβάτι, φορούσε καρδιογράφο και του ζητήθηκε να ασχοληθεί με έναν από τρεις τύπους εσωτερικής ομιλίας. Αυτοί είναι οι ακόλουθοι:
- θετική αυτο-ενθάρρυνση,
- αρνητική αυτοκριτική
- ουδέτερη καταμέτρηση αριθμών
Ο καρδιακός ρυθμός καταγραφόταν συνεχώς, ενώ ειδικοί αισθητήρες παρακολουθούσαν τυχόν μικρές κινήσεις του σώματος, ώστε να αποκλειστεί η πιθανότητα ότι οι αλλαγές οφείλονταν σε σωματική δραστηριότητα.
Η καρδιά ανεβάζει παλμούς όταν μιλάμε στον εαυτό μας
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η συναισθηματική εσωτερική ομιλία, είτε θετική είτε αρνητική, προκάλεσε στατιστικά σημαντική αύξηση του καρδιακού ρυθμού σε σύγκριση με την ουδέτερη καταμέτρηση. Δεν βρέθηκε όμως καμία διαφορά μεταξύ της θετικής και της αρνητικής ομιλίας. Kαι οι δύο είχαν παρόμοια επίδραση. Η αύξηση του καρδιακού ρυθμού ξεκινούσε περίπου 10 δευτερόλεπτα μετά την έναρξη της εσωτερικής ομιλίας και μειωνόταν σταδιακά με τον χρόνο.
Οι μελετητές απέκλεισαν άλλες πιθανές αιτίες, όπως μικρές κινήσεις του σώματος ή αλλαγές στην αναπνοή. Ακόμη και μετά τη διόρθωση αυτών των παραγόντων, η σχέση μεταξύ συναισθηματικής εσωτερικής ομιλίας και καρδιακού ρυθμού παρέμενε ισχυρή.
Η μελέτη δεν βρήκε καμία συσχέτιση ανάμεσα στις αλλαγές του καρδιακού ρυθμού και στις βαθμολογίες των συμμετεχόντων σε τεστ κατάθλιψης ή τάσης για υπερανάλυση. Οι περισσότεροι δήλωσαν ότι μιλούν συχνά στον εαυτό τους και ότι η διαδικασία τους φάνηκε εύκολη.
Παρόλο που τα ευρήματα είναι ενδιαφέροντα, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι επιδράσεις ήταν μικρές, λιγότερο από έναν παλμό ανά λεπτό κατά μέσο όρο, και ίσως δεν αντικατοπτρίζουν όσα συμβαίνουν στην καθημερινή ζωή, όταν οι άνθρωποι περπατούν, μιλούν ή βιώνουν έντονο άγχος. Επιπλέον, η μελέτη βασίστηκε στις οδηγίες που ακολουθούσαν οι συμμετέχοντες, χωρίς άμεση επιβεβαίωση του τι είδους εσωτερική ομιλία χρησιμοποιούσαν.
Όπως και να έχει, φαίνεται πως μάλλον το να μιλάμε στον εαυτό μας, όχι μόνο δεν είναι παράξενο, αλλά μπορεί να έχει και σημαντική επίδραση στην καρδιά μας και γενικότερα στην υγεία μας.
