Πολλοί από εμάς φεύγουμε από μια συνάντηση με την αίσθηση ότι δεν τα πήγαμε και τόσο καλά, πως δεν είπαμε το πιο εύστοχο σχόλιο ή πως δεν καταφέραμε να δώσουμε την καλύτερη εικόνα του εαυτού μας. Παρ’ όλα αυτά, η έρευνα δείχνει ότι η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Οι άλλοι μάς συμπαθούν περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται liking gap.
Το «χάσμα εκτίμησης» περιγράφει τη συστηματική τάση να υποτιμούμε το πόσο μας συμπάθησε ένας άνθρωπος μετά από μια πρώτη αλληλεπίδραση. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό εύρημα που παρατηρήθηκε σε διάφορα περιβάλλοντα: τυχαίες συζητήσεις μεταξύ αγνώστων, καθημερινές ανταλλαγές μεταξύ συναδέλφων, μέχρι και τις πρώτες ώρες συμβίωσης μεταξύ νέων φοιτητών. Το μοτίβο είναι σταθερό: μετά τη συζήτηση, εμείς σκεφτόμαστε όλα όσα «πήγαν στραβά», ενώ ο άλλος εστιάζει σε όσα πήγαν καλά.
Το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει συστηματικά αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο: η αυτοκριτική μας είναι πολύ πιο αυστηρή από τον τρόπο που μας βλέπουν οι άλλοι.
Πώς εξηγείται το liking gap
Η ρίζα του φαινομένου βρίσκεται στον τρόπο που βιώνουμε τις κοινωνικές στιγμές εκ των έσω. Την ώρα που μιλάμε με κάποιον, ένα μέρος του μυαλού μας λειτουργεί σαν αυστηρός σχολιαστής: «Μήπως μίλησα πολύ;», «Γιατί είπα αυτό;», «Άκουσα αρκετά;». Αυτός ο εσωτερικός μονόλογος μάς κάνει να παρακολουθούμε τον εαυτό μας αντί να προσέχουμε πραγματικά την ανταπόκριση του άλλου.
Την ίδια στιγμή, ο συνομιλητής μας δεν βλέπει καμία από αυτές τις μικρές ανασφάλειες. Αντίθετα, προσλαμβάνει τα μεγαλύτερα και πιο απλά σήματα: το χαμόγελο, τον τόνο της φωνής, την πρόθεση να συμμετέχουμε, τη φυσική ροή της κουβέντας. Ενώ εμείς θυμόμαστε τις δικές μας αμήχανες λεπτομέρειες, εκείνος θυμάται τη ζεστασιά και το ενδιαφέρον που δείξαμε.
Αυτό το χάσμα ανάμεσα στην αυτοπαρατήρηση και στην εξωτερική ματιά δημιουργεί το liking gap.
Ένας απρόσμενος κοινωνικός πεσιμισμός
Το ενδιαφέρον είναι πως το φαινόμενο αυτό λειτουργεί σχεδόν αντίστροφα από άλλες γνωστές ψυχολογικές τάσεις. Σε πολλά πεδία —από τις ικανότητές μας μέχρι την απόδοσή μας— οι άνθρωποι συχνά υπερεκτιμούν τον εαυτό τους. Στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις όμως όχι. Εκεί, υιοθετούμε έναν παράξενο σκεπτικισμό: θεωρούμε ότι αφήσαμε χειρότερη εντύπωση από ό,τι πραγματικά αφήσαμε.
Γιατί; Η πιο πειστική εξήγηση είναι η συναισθηματική αυτοπροστασία. Υποτιμώντας την πιθανότητα να αρέσαμε, μειώνουμε εκ των προτέρων τον κίνδυνο της απόρριψης. Είναι μια άτυπη άμυνα: καλύτερα να περιμένουμε λιγότερα για να μην πληγωθούμε.
Πώς επηρεάζει τις σχέσεις και την αυτοπεποίθηση
Η παρεξήγηση αυτή έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο απ’ όσο φαίνεται. Αν νομίζουμε ότι δεν μας εκτίμησαν αρκετά, τείνουμε να αποφεύγουμε δεύτερες επαφές ή να λειτουργούμε με περισσότερη επιφύλαξη. Μπορεί να είμαστε πιο συγκρατημένοι, λιγότερο αυθόρμητοι, πιο διστακτικοί. Κι έτσι δημιουργούμε έναν φαύλο κύκλο όπου η ανασφάλεια μειώνει την κοινωνική μας άνεση, ενώ στην πραγματικότητα οι άλλοι μάς είδαν πολύ πιο θετικά.

