Μια μελέτη στην Αυστρία για τη σχέση άγχους και σεξ, διαπίστωσε ότι τα υψηλότερα επίπεδα υποκειμενικού στρες συνδέονται με χαμηλότερη σεξουαλική επιθυμία και διέγερση τη δεδομένη στιγμή. Επιπλέον, η σεξουαλική δραστηριότητα σχετίστηκε με χαμηλότερα επακόλουθα επίπεδα της ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης. Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Psychoneuroendocrinology και σύμφωνα με τα ευρήματά της, οι γυναίκες επηρεάζονται πολύ περισσότερο από τους άντρες.

Στρες και σεξ: Πώς συνδέονται;

Το στρες και η σεξουαλικότητα είναι στενά συνδεδεμένα, καθώς σχετίζονται με ορμονικές, συναισθηματικές και γνωστικές διεργασίες. Όταν ένα άτομο βιώνει χρόνιο στρες, το σώμα απελευθερώνει υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης, η οποία μπορεί να επηρεάσει τις σεξουαλικές ορμόνες όπως η τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα. Αυτή η ορμονική ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη λίμπιντο και δυσκολίες στη σεξουαλική διέγερση ή στην απόδοση.

Το στρες μπορεί επίσης να περιορίσει την προσοχή και να αυξήσει την αυτοσυνειδησία, κάνοντας δυσκολότερη τη χαλάρωση ή τη συναισθηματική σύνδεση με έναν σύντροφο. Η ψυχολογική ένταση, με τη σειρά της, μπορεί να προκαλέσει αποφυγή της οικειότητας, ειδικά όταν το στρες προέρχεται από συγκρούσεις στη σχέση. Ωστόσο, σύμφωνα με τη μελέτη, σε ορισμένα άτομα το στρες μπορεί να αυξήσει τη σεξουαλική επιθυμία ως μορφή συναισθηματικής εκτόνωσης ή επιβεβαίωσης.

Η επικεφαλής της έρευνας διερεύνησαν τη σχέση ανάμεσα στο υποκειμενικό στρες και τα επίπεδα της κορτιζόλης από τη μία πλευρά, και τη σεξουαλική επιθυμία, τη διέγερση και τη σεξουαλική δραστηριότητα από την άλλη. Ιδιαίτερα τους ενδιέφερε πώς αυτές οι συσχετίσεις εκδηλώνονται στην καθημερινή ζωή. Οι ερευνητές επέθεσαν ότι η σχέση μεταξύ σεξουαλικότητας και μείωσης του στρες θα ήταν ισχυρότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.

Κατά τη μελέτη, αξιολογήθηκαν 270 άτομα, αλλά το τελικό δείγμα περιλάμβανε 63 υγιείς, ετεροφυλόφιλους συμμετέχοντες ηλικίας 19-32 ετών, 32 γυναίκες και 31 άνδρες. Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν περίπου 24,5 ετών. Για 14 συνεχόμενες ημέρες, οι συμμετέχοντες κατέγραφαν έως και έξι φορές την ημέρα τα επίπεδα τρέχουσας σεξουαλικής διέγερσης, επιθυμίας και στρες. Παρείχαν επίσης δείγματα σάλιου έξι φορές την ημέρα για ανάλυση κορτιζόλης. Αμέσως μετά από οποιαδήποτε σεξουαλική δραστηριότητα -εντός 15 λεπτών- συμπλήρωναν μια επιπλέον αναφορά.

Τα ευρήματα

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όταν οι συμμετέχοντες ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα υποκειμενικού στρες, εμφάνιζαν ταυτόχρονα χαμηλότερα επίπεδα σεξουαλικής επιθυμίας και διέγερσης. Αν και αυτό ίσχυε και για τα δύο φύλα, η αντίστροφη συσχέτιση -δηλαδή η υψηλότερη σεξουαλική επιθυμία και διέγερση που σχετίζεται με χαμηλότερο στρες- ήταν σημαντική μόνο για τις γυναίκες.

Η μελέτη εντόπισε επίσης μια βασική διαφορά ανάμεσα στα φύλα όσον αφορά στη βιολογική απόκριση στο στρες. Τα υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης συνδέονταν σημαντικά με χαμηλότερη ταυτόχρονη σεξουαλική επιθυμία στις γυναίκες, αλλά όχι στους άνδρες.

Δεν βρέθηκαν σημαντικές συσχετίσεις με χρονική καθυστέρηση, δηλαδή το στρες σε μια χρονική στιγμή δεν προέβλεπε μειωμένη επιθυμία λίγες ώρες αργότερα. Ωστόσο, προηγούμενη σεξουαλική δραστηριότητα σχετιζόταν με χαμηλότερα επίπεδα κορτιζόλης αργότερα μέσα στην ημέρα, υποδεικνύοντας μια βιολογική αγχολυτική επίδραση του σεξ τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες.

Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα αισθήματα στρες αναστέλλουν τη στιγμιαία σεξουαλική επιθυμία και διέγερση, ενώ η έρευνα συμβάλλει σημαντικά στην επιστημονική κατανόηση της σχέσης μεταξύ στρες και σεξουαλικότητας.