Νέα μελέτη η οποία πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Υγείας και Επιστημών του Όρεγκον και το Σύστημα Υγειονομικής Περίθαλψης Βετεράνων του Πόρτλαντ, δείχνει ότι οι άνθρωποι που υποφέρουν από υπνική άπνοια και δεν λαμβάνουν θεραπεία για την πάθηση, έχουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο του Πάρκινσον σε σύγκριση με όσους δεν πάσχουν. Οι επιστήμονες εξηγούν ότι η διακοπή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες στην υγεία του εγκεφάλου, πιθανώς επηρεάζοντας τα νευρικά κύτταρα που σχετίζονται με την κινητική λειτουργία.

Η υπνική άπνοια είναι μια σοβαρή διαταραχή που μπορεί να προκαλέσει αϋπνία, καρδιολογικά προβλήματα και άλλες επιπλοκές, με τα νέα αυτά ευρήματα να τονίζουν τη σύνδεσή της και με εκφυλιστικές νευρολογικές καταστάσεις, όπως η νόσος του Πάρκινσον.

Η μελέτη κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα μέσω ανάλυσης των ιατρικών αρχείων 13.737.081 βετεράνων των ΗΠΑ. Η μέση ηλικία του πληθυσμού της μελέτης ήταν 60,5 έτη και το 9,8% ήταν γυναίκες. Από το σύνολο της μελέτης, 1.552.505 άτομα είχαν υπνική άπνοια. Έξι χρόνια από τη διάγνωσή της, υπήρξαν 1,6 περιπτώσεις Πάρκινσον για κάθε 1.000 άτομα με υπνική άπνοια, σε σύγκριση με εκείνα που δεν είχαν.

Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η μελέτη δεν προβλέπει ότι ένα άτομο με αθεράπευτη υπνική άπνοια θα αναπτύξει σίγουρα Πάρκινσον, ούτε ισχυρίζεται ότι η θεραπεία θα αποτρέψει οριστικά την κατάσταση, αλλά ότι απλά περιγράφει την αύξηση ή την μείωση του κινδύνου ανάπτυξής της.

«Σοβαρή» υπνική άπνοια- Μεγαλύτερος κίνδυνος για τη νόσο 

Η μελέτη δείχνει ότι η αποφρακτική υπνική άπνοια που προκαλεί επαναλαμβανόμενα μπλοκαρίσματα της ροής του αέρα κατά τη διάρκεια του ύπνου, οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα οξυγόνου και διακοπές της ροής του αίματος στον εγκέφαλο και τα αιμοφόρα αγγεία.

Η απόφραξη της ροής του αέρα δημιουργεί παροδική υποξία, με αποτέλεσμα μικροσκοπικά επεισόδια ισχαιμίας-επαναιμάτωσης όλη τη νύχτα. Ο ύπνος διακόπτεται και τα αυτόνομα κέντρα ενεργοποιούνται συνεχώς. Αυτή η χρόνια, συσσωρευμένη ‘μικροτραυματική’ επίδραση επηρεάζει τους ευάλωτους νευρώνες και τις αγγειακές δομές, εξηγούν οι επιστήμονες.

Η εν λόγω έρευνα προσθέτει επιπλέον στοιχεία στα ήδη υπάρχοντα όσον αφορά τη σχέση μεταξύ κακής ποιότητας ύπνου και της νόσου του Πάρκινσον.

«Άλλες μελέτες είχαν εξετάσει τη σχέση μεταξύ της άπνοιας και του Πάρκινσον, αλλά τα αποτελέσματα ήταν ανάμεικτα και οι μεθοδολογίες δεν ήταν τόσο αυστηρές όσο αυτές που χρησιμοποιήσαμε στη δική μας μελέτη», δήλωσε ο Lee Neilson, MD, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής καθηγητής Νευρολογίας.

«Ήμασταν οι πρώτοι που εξετάσαμε όχι μόνο την υπνική άπνοια ως φαινόμενο, αλλά και τη σοβαρότητά της. Διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν πιο σοβαρή, είχαν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο σε σύγκριση με εκείνους που είχαν μια πιο ήπια μορφή της πάθησης».

Ο Neilson πρόσθεσε επίσης ότι η μελέτη τους ήταν «η πρώτη που εξέτασε αν η συνταγογράφηση CPAP (μία θεραπευτική συσκευή που χρησιμοποιείται ευρέως) θα μπορούσε να τροποποιήσει τον κίνδυνο εμφάνισης Πάρκινσον με οποιονδήποτε τρόπο.»

Συνολικά, το CPAP βοηθά στη μείωση των συμπτωμάτων, εξασφαλίζοντας αδιάκοπη ροή αέρα κατά τη διάρκεια του ύπνου.

«Εκπλαγήκαμε ευχάριστα όταν είδαμε ότι η χρήση CPAP μέσα στα πρώτα δύο χρόνια από τη διάγνωση της υπνικής άπνοιας μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου του Πάρκινσον κατά περίπου 30%», δήλωσε ο ίδιος.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό JAMA Neurology.