Η σταδιακή απώλεια ακοής με την πάροδο του χρόνου, είναι μια συνηθισμένη κατάσταση στους ηλικιωμένους. Χαρακτηριστικά, επηρεάζει περίπου δύο στους τρεις ενήλικες ηλικίας 70 ετών και άνω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και η απώλεια ακοής στο παρελθόν θεωρούνταν μια μη ανησυχητική κατάσταση που συνδέεται με τη γήρανση, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι σχετίζεται επίσης με αρνητικά αποτελέσματα για την υγεία, όπως η κοινωνική απομόνωση και η γνωστική έκπτωση. Συγκεκριμένα, μια πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό JAMA Network Open αποκάλυψε ότι η απώλεια ακοής λόγω ηλικίας συνδέεται με αύξηση του κινδύνου άνοιας κατά 71% και ότι η χρήση ακουστικών βαρηκοΐας μπορεί να βοηθήσει στην μείωση αυτού του κινδύνου.
Απώλεια ακοής: Πώς επηρεάζει τον εγκέφαλο
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), σχεδόν 57 εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο ζουν με άνοια, με περίπου 10 εκατομμύρια νέα περιστατικά να καταγράφονται κάθε χρόνο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η άνοια προκαλείται από την αλληλεπίδραση γενετικών παραγόντων και τροποποιήσιμων περιβαλλοντικών παραμέτρων. Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει αρκετούς τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για την άνοια, όπως τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, τα επίπεδα χοληστερόλης, το επίπεδο εκπαίδευσης, η κοινωνική απομόνωση, η κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα.
Η παρούσα μελέτη εξέτασε εάν η απώλεια ακοής συνδέεται με αλλαγές στον εγκέφαλο που σχετίζονται με την άνοια, την πτώση της γνωστικής λειτουργίας και την αύξηση του κινδύνου εμφάνισής της. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από μια μακροχρόνια πληθυσμιακή έρευνα και περιλάμβανε 2.178 συμμετέχοντες, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο υποσύνολα. Οι ίδιοι ταξινομήθηκαν ως έχοντες φυσιολογική, ελαφριά, μέτρια ή μέτρια-σοβαρή απώλεια ακοής βάσει ενός ακουστικού τεστ. Υποβλήθηκαν επίσης σε σαρώσεις μαγνητικής τομογραφίας (MRI) και γνωστικές δοκιμασίες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αύξηση της σοβαρότητας της απώλειας ακοής σχετίζεται με παράλληλη πτώση στις επιδόσεις των γνωστικών τεστ καθώς και με αύξηση των ανωμαλιών στις σαρώσεις εγκεφάλου.
Ελλείμματα στην γνωστική απόδοση που σχετίζονται με την απώλεια ακοής παρατηρήθηκαν σε αξιολογήσεις της εκτελεστικής λειτουργίας, η οποία περιλαμβάνει ανώτερες γνωστικές λειτουργίες, όπως ο σχεδιασμός και η προσοχή.
Άτομα με ήπια ή μεγαλύτερη απώλεια ακοής ήταν πιο πιθανό να παρουσιάσουν μικρότερο όγκο εγκεφάλου και μεγαλύτερη μείωση στην εκτελεστική λειτουργία σε σύγκριση με εκείνα που είχαν «φυσιολογική ακοή». Ακόμη και άτομα με ελαφρά απώλεια ακοής παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο για υψηλότερα επίπεδα ανωμαλιών στη λευκή ουσία του εγκεφάλου. Στην περίοδο παρακολούθησης που ξεπέρασε τα 15 χρόνια, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με ελαφρά απώλεια ακοής είχαν, όπως αναφέρθηκε, 71% μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν άνοια.
Οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης την επίδραση της παρουσίας τουλάχιστον ενός αντιγράφου του αλληλόμορφου γονιδίου apolipoprotein ε4 (APOE4), μια γονιδιακή παραλλαγή που αυξάνει τον κίνδυνο για τη νόσο Αλτσχάιμερ, στη σχέση μεταξύ της απώλειας ακοής και του κινδύνου άνοιας. Η σύνδεση μεταξύ ελαφράς ή μεγαλύτερης απώλειας ακοής και κινδύνου άνοιας ήταν πολύ ισχυρότερη σε άτομα με το γονίδιο APOE4. Με άλλα λόγια, άτομα που φέρουν την γονιδιακή παραλλαγή APOE4 και έχουν τουλάχιστον ελαφρά απώλεια ακοής ήταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν άνοια από εκείνα που δεν φέρουν το γονίδιο APOE4 αλλά έχουν ελαφρά απώλεια.
Τέλος, μεταξύ των ατόμων με ελαφρά απώλεια ακοής, οι συμμετέχοντες που χρησιμοποιούσαν ακουστικά είχαν χαμηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν άνοια σε σύγκριση με εκείνους που δεν τα χρησιμοποιούσαν. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η σύνδεση ήταν ισχυρότερη μεταξύ των συμμετεχόντων που είχαν το γονίδιο APOE4.
Ο μηχανισμός που κρύβεται πίσω από αυτήν τη σύνδεση μεταξύ της απώλειας ακοής και του κινδύνου άνοιας χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η απώλεια ακοής μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο γνωστικής έκπτωσης. Εναλλακτικά, η εξασθενημένη ακοή θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη κατανομή πόρων του εγκεφάλου σε ακουστικά ερεθίσματα, αφήνοντας λιγότερους πόρους για τη μνήμη και την εκτελεστική λειτουργία.
Παλαιότερη συστηματική ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε το 2022 ανέφερε μείωση του κινδύνου άνοιας κατά 19% με τη χρήση ακουστικών βοηθημάτων.
Η νέα μελέτη τονίζει τη σημασία των τακτικών ελέγχων ακοής και της πρώιμης παρέμβασης για να μειωθούν οι επιπτώσεις της απώλειας ακοής τόσο στην ψυχική υγεία και στη γνωστική λειτουργία.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η μελέτη ήταν παρατηρητική και, συνεπώς, δεν καθιερώνει έναν αιτιατό ρόλο για την απώλεια ακοής στην εμφάνιση άνοιας.
