Ένα δείγμα αίματος θα μπορούσε να είναι αρκετό για να διαγιγνώσκει αρκετούς τύπους καρκίνων ή να παρακολουθεί το ποσοστό των καρκινικών κυττάρων στο σώμα ενός καρκινοπαθή, ώστε με αυτόν τον τρόπο, να εκτιμάται η ανταπόκρισή του στη θεραπεία. Πρόκειται για μία μέθοδο αρκετά ευαίσθητη και συγκεκριμένη και η οποία μπορεί να εφαρμοστεί ευρέως, για τη διάγνωση διαφόρων τύπων καρκίνου. Οι ερευνητές, από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Stanford, με τη βοήθειά της μπόρεσαν να διαγνώσουν το 50% των ανθρώπων που έπαιρναν μέρος στη μελέτη και είχαν καρκίνο στο λάρυγγα στο στάδιο 1 και όλους τους ασθενείς που είχαν καρκίνο σε πιο προχωρημένο στάδιο.

Σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες και ανακαλύψεις προς αυτήν την κατεύθυνση οι επιστήμονες, που δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους στο ιατρικό περιοδικό Nature, βρήκαν έναν τρόπο ώστε να μπορέσουν να φέρουν την εν λόγω τεχνική στην κλινική πράξη όσο πιο σύντομα γίνεται. Καταρχάς η τεχνική πρέπει να είναι πολύ ευαίσθητη ώστε να ανιχνεύει τις πολύ μικρές ποσότητες του DNA του όγκου που κυκλοφορεί στο αίμα. Επίσης, για να είναι κλινικά χρήσιμη η εν λόγω εξέταση θα πρέπει να δουλεύει για την πλειοψηφία των ασθενών που έχουν ένα διαγνωσμένο καρκίνο.

Οι επιστήμονες που ασχολήθηκαν με αυτήν εξηγούν ότι τα καρκινικά κύτταρα, ακόμα και αν δεν βρίσκονται υπό θεραπεία διαιρούνται και πεθαίνουν συνέχεια. Πεθαίνοντας απελευθερώνουν DNA στη ροή του αίματος, σαν μικρά γενετικά μηνύματα σε μπουκάλι… Το να μάθουμε να διαβάζουμε αυτά τα μηνύματα, καθώς επίσης και να ξεχωρίζουμε το 1 στα 1000 ή τα 10000 που προέρχονται από ένα καρκινικό κύτταρο μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς ώστε να παρακολουθήσουν γρήγορα και μη επεμβατικά το μέγεθος ενός όγκου, την ανταπόκριση ενός ασθενή στη θεραπεία, αλλά και το πώς εξελίσσεται ο όγκος, καθώς περνάει ο χρόνος.