Συμβαίνει συχνά και σε πολλούς από εμάς. Το σκεφτόμαστε, είναι στην άκρη της γλώσσας μας, το θεωρούμε δικαιολογημένο, αλλά δεν μπορούμε να το ξεστομίσουμε. Ο λόγος για τη μικρή αυτή λεξούλα με τα 3 γράμματα, το «όχι», που δεν μπορούμε να πούμε στο συνάδελφο που απαιτεί να κάνουμε κάτι που δεν ανήκει στις αρμοδιότητές μας, στο φίλο που μας ζητά δανεικά και αγύριστα, στο πολυέξοδο παιδί μας που εκφράζει ακόμα μία επιθυμία του… Εμείς, παρά τη διαφωνία μας, δεν μπορούμε να αρνηθούμε και να βάλουμε ένα όριο στο τι μπορούμε και θέλουμε να κάνουμε και τι όχι. Το αποτέλεσμα είναι να νιώθουμε ότι δεν ορίζουμε τη ζωή μας και ότι έχουμε γίνει θύματα των άλλων. Η λύση; Να μάθουμε να λέμε «όχι» όταν πρέπει. Εύκολο να το λέμε, δύσκολο να το κάνουμε όμως. Ιδού κάποιοι πρακτικοί τρόποι για να μάθουμε επιτέλους να αρνούμαστε ό,τι δεν θέλουμε.

Γιατί δυσκολευόμαστε να πούμε «όχι»;
Επειδή:

  • Δεν έχουμε μάθει να διεκδικούμε τα όσα θέλουμε ή δεν θέλουμε, με αποτέλεσμα να υιοθετούμε μιαν απόλυτα παθητική συμπεριφορά, που μας οδηγεί στο να συναινούμε σε όλα όσα μας ζητούν και προτείνουν, ακόμα και όταν δεν συμφωνούμε.
  • Θεωρούμε ότι θα μας κακοχαρακτηρίσουν, θα μας θεωρήσουν αγενείς ή ακόμα και κακούς ανθρώπους.
  • Πιστεύουμε ότι, όταν λέμε συνέχεια «ναι», θα μας αποδεχτούν και θα μας αγαπήσουν περισσότερο οι άλλοι.
  • Φοβόμαστε ότι όλα θα καταστραφούν και θα καταρρεύσουν, ακόμα και με την παραμικρή -έστω και αν είναι απολύτως δικαιολογημένη- άρνησή μας.
  • Δεν θέλουμε να απογοητεύσουμε και να πληγώσουμε τόσο τους φίλους, τους αγαπημένους και τους συγγενείς μας, όσο και τους αγνώστους.


Μαθήματα άρνησης σε 7 βήματα

  • Κατ’ αρχάς, ας γνωρίσουμε τον εαυτό μας, τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα όριά μας. Έτσι, θα ξέρουμε μέχρι πού θέλουμε να λέμε «ναι» και μέχρι πού «όχι».
  • Ας μη βιαζόμαστε να απαντήσουμε. Για παράδειγμα, μια φίλη μας, απρόσεκτη οδηγός, μας ζητάει να της δανείσουμε το αυτοκίνητό μας για ένα Σαββατοκύριακο. Μπορούμε να της πούμε ότι χρειαζόμαστε λίγο χρόνο για να το σκεφτούμε. Αυτό θα μας βοηθήσει να αρνηθούμε ευγενικά και αφοπλιστικά, αποφεύγοντας το να μιλήσουμε επιθετικά. Ακόμη, όμως, κι αν δεν είμαστε σίγουροι ευθύς εξαρχής για την απάντησή μας, αν πάρουμε το χρόνο μας, μπορούμε να φτιάξουμε έναν κατάλογο με τα θετικά και τα αρνητικά και έτσι να πάρουμε την απόφαση του «ναι» ή του «όχι».
  • Ας εκπαιδευτούμε. Για παράδειγμα, ο διευθυντής μάς ζητάει να μείνουμε 1 ώρα παραπάνω στη δουλειά, το ίδιο απόγευμα που έχουμε αγοράσει εισιτήρια για το θέατρο. Αυτή είναι η ευκαιρία μας να πούμε επιτέλους «όχι». Δεν θα μας απολύσει -όταν είμαστε κατά τα άλλα συνεπείς- για μία μόνη και τόσο δικαιολογημένη άρνηση. Αυτού του είδους οι συγκυρίες είναι πολύ καλές ευκαιρίες για να εξασκηθούμε στην άρνηση, αλλά και για να συνειδητοποιήσουμε ότι με το «όχι» μας δεν καταστράφηκε ο κόσμος.
  • Ας πιστέψουμε στον εαυτό μας Για παράδειγμα, πέρυσι οργανώσαμε το πάρτι της κολλητής μας, φέτος, όμως, δεν έχουμε τέτοια διάθεση. Ας το αρνηθούμε ευγενικά. Δεν πρόκειται να χάσουμε τους φίλους μας για κάτι τέτοιο. Σίγουρα, πάντως, θα κερδίσουμε τον αυτοσεβασμό μας.
  • Ας κάνουμε μια εναλλακτική πρόταση Για παράδειγμα, μας καλούν οι γονείς μας για να φάμε όλοι μαζί στο σπίτι τους την Κυριακή, αλλά εμείς έχουμε αποφασίσει ότι αυτή την Κυριακή θα κάτσουμε στο κρεβάτι μας να χουζουρέψουμε μέχρι αργά. Μπορούμε να τους πούμε ότι έχουμε κανονίσει κάτι άλλο και να τους προτείνουμε εναλλακτικά να πιούμε μαζί καφέ το απόγευμα. Έτσι, ούτε εκείνοι θα απογοητευτούν ούτε εμείς θα έχουμε τύψεις.
  • Να δώσουμε συγχαρητήρια στον εαυτό μας Μπορέσαμε, επιτέλους, να προφέρουμε το πολυπόθητο «όχι». Πάντα πρέπει να είμαστε περήφανοι για την πρόοδό μας, ακόμα κι αν μας φαίνεται ελάχιστη. Έτσι, θα μπορέσουμε να φτάσουμε σε υψηλότερα επίπεδα άρνησης. Σύντομα θα μπορούμε να λέμε «ναι» ή «όχι» ανάλογα με τις διαθέσεις και τις επιθυμίες μας.
  • Να στηρίξουμε και να διατηρήσουμε το «όχι» μας Όταν παίρνουμε μια απόφαση, πρέπει να την εφαρμόζουμε με σταθερότητα και συνέπεια, ώστε να τη συνειδητοποιήσουν και να τη σεβαστούν και οι άλλοι.


Το «όχι» στα παιδιά μας

  • Ανάλογα με την ηλικία και την προσωπικότητα του παιδιού… Το πώς θα πούμε «όχι» σε ένα παιδί εξαρτάται κατ’ αρχάς από την ηλικία του και το πόσο μπορεί να κατανοήσει και να σεβαστεί τους κανόνες μας. Ήδη από τη στιγμή που τα μωρά επικοινωνούν, αφού γίνουν 10 με 12 μηνών, μπορούν να καταλάβουν το «όχι» από το ύφος μας. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι πρέπει να είμαστε εξαιρετικά αυστηροί ή να φωνάζουμε. Χρειάζεται απλώς να επιλέξουμε με ποια πράγματα δεν συμφωνούμε και έπειτα με σταθερό ύφος να τα απαγορεύσουμε. Από την άλλη πλευρά, σημαντικό ρόλο όσον αφορά το πώς θα πούμε το «όχι» παίζει και η προσωπικότητα του παιδιού, αν δηλαδή δέχεται κανόνες, αν είναι προτιμότερο να το αφήσουμε να δοκιμάσει λίγο το απαγορευμένο και να το απομυθοποιήσει στη συνέχεια ή αν είναι από τα παιδιά που χρειάζονται ειδικό χειρισμό.
  • Με συγκεκριμένους και σαφείς κανόνες… Οι κανόνες και τα όρια της κάθε οικογένειας (που έχουν να κάνουν με την εύρυθμη λειτουργία της, αλλά και την ασφάλεια και την υγεία του παιδιού) πρέπει να είναι σαφή, προκαθορισμένα και συμφωνημένα από τους 2 γονείς (είναι σκόπιμο να έχουμε προαποφασίσει και να έχουμε κοινή πολιτική όσον αφορά το αν θα επιτρέπουμε ή όχι κάτι στο παιδί μας). Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι πολλοί γονείς λέμε στην αρχή σε όλα «ναι», μετά κουραζόμαστε, φτάνουμε στα όριά μας και αρχίζουμε να λέμε «όχι» με άσχημο τρόπο και χάνοντας το μέτρο, με αποτέλεσμα να ερχόμαστε σε έντονη ρήξη με το παιδί.
  • Όριο και στα υλικά αγαθά… Για να μάθουμε στο παιδί μας ότι δεν μπορεί να έχει όλα όσα επιθυμεί, θα πρέπει να δώσουμε πρώτα εμείς το καλό παράδειγμα. Δεν μπορεί, δηλαδή, να το έχουμε πάρει μαζί μας στα ψώνια και να αγοράσουμε πάρα πολλά πράγματα για εμάς και για το παιδί τίποτα. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να έχουμε προσυμφωνήσει πόσα και ποια πράγματα θα μπορεί να πάρει και να μην παρεκκλίνουμε.


Η τιμωρία ως συνέπεια του κανόνα…
Πριν σπεύσουμε να τιμωρήσουμε το παιδί μας, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μπορεί να μην υπακούει στο «όχι» μας επειδή δεν το καταλαβαίνει, οπότε και χρειάζεται να του το εξηγήσουμε. Μέχρι την ηλικία του 1,5 έτους, το παιδί δεν κάνει τίποτε με δόλο, οπότε και δεν είναι σκόπιμο να το τιμωρούμε. Στη συνέχεια, η τιμωρία θα πρέπει να είναι μέρος-συνέπεια του κανόνα και να έχει ξεκαθαριστεί και συμφωνηθεί από την αρχή. Αν, για παράδειγμα, το παιδί μας χτυπάει με ένα παιχνίδι άλλα παιδιά, καλό είναι να του εξηγήσουμε γιατί δεν πρέπει να το κάνει και παράλληλα να του πάρουμε και το παιχνίδι, ως τιμωρία. Η τιμωρία, δηλαδή, δεν μπορεί να είναι ούτε το ξύλο, αλλά ούτε και η συναισθηματικoί εκβιασμοί, να του λέμε π.χ. «Δεν είσαι καλό παιδί», «Δεν σ’ αγαπάω». Η τιμωρία θα πρέπει να έχει τη λογική των συνεπειών. Δηλαδή, αν ένα παιδί σπάσει ένα πιάτο, θα πρέπει να βοηθήσει στο να μαζευτούν τα γυαλιά.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ την κ. ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ, MSc, ψυχολόγο υγείας με εκπαίδευση στη γνωσιακή ψυχοθεραπεία και τη συμβουλευτική, διδάσκουσα στην Ακαδημία Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής.