Στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, όπου ο διάλογος γύρω από τα εργασιακά δικαιώματα ωριμάζει, η ψυχική υγεία έχει αναδειχθεί σε κεντρικό ζήτημα. Οι άδειες λόγω ψυχολογικών ή ψυχιατρικών δυσκολιών δεν είναι πλέον ταμπού· αποτελούν συστημικό δείκτη μιας κοινωνίας που αλλάζει, μιας αγοράς εργασίας που πιέζει και ενός εργατικού δυναμικού που, για πρώτη φορά σε δεκαετίες, ζητά να ακουστεί όχι μόνο με όρους παραγωγικότητας, αλλά και ανθρώπινης αντοχής.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Βαλένθια, σχεδόν 1 στις 5 χαμένες εργάσιμες ημέρες στην Ισπανία οφείλεται πλέον σε ψυχικά νοσήματα — αριθμός που έχει διπλασιαστεί σε πέντε μόλις χρόνια. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο.
Από τη Γερμανία μέχρι τη Σουηδία και από τη Γαλλία μέχρι την Ελλάδα, οι συνέπειες της πανδημίας, της απορρύθμισης και του άγχους της επισφάλειας εντείνουν μια κοινή ευρωπαϊκή πρόκληση: πώς διαχειριζόμαστε την ανθρώπινη ευθραυστότητα μέσα σε ένα περιβάλλον που απαιτεί συνεχώς περισσότερα;
Η έννοια του «absentismo», που συχνά χρησιμοποιείται με ενοχοποιητικό τόνο, αρχίζει να χάνει τη θέση της στο δημόσιο λόγο.
Η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ «δικαιολογημένων» και «αδικαιολόγητων» απουσιών δεν αποτυπώνει την πολυπλοκότητα των πραγματικών περιστάσεων. Γιατί η αλήθεια είναι απλή: το να λείπεις από την εργασία όταν δεν είσαι καλά, είναι δικαίωμα — όχι πρόβλημα.
Σήμα συναγερμού
Η αύξηση κατά 111% στις χαμένες ημέρες λόγω ψυχικών διαταραχών στην Ισπανία την τελευταία πενταετία είναι ένα ηχηρό σήμα συναγερμού. Και αν οι ψυχικές διαγνώσεις αντιστοιχούν «μόλις» στο 7,4% των συνολικών περιπτώσεων ανικανότητας, η διάρκεια και η συχνότητα υποτροπής (64,5%) φανερώνουν ότι μιλάμε για βαθύτερα και πιο περίπλοκα τραύματα. Η ψυχική εξουθένωση δεν είναι στιγμιαία. Είναι διαρκείας — και συχνά σιωπηλή.
Ορισμένοι εργοδοτικοί φορείς συνεχίζουν να βλέπουν το φαινόμενο με όρους «κόστους», ιδιαίτερα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Δηλώσεις όπως εκείνη του Ισπανού προέδρου της ATA περί «αδειών Δευτέρας και Παρασκευής» προκαλούν κοινωνική οργή και εκτροχιάζουν τον ουσιαστικό διάλογο. Στην πραγματικότητα, οι πλειονότητα των αναρρωτικών αδειών είναι νόμιμες και απαραίτητες, και η σύνδεσή τους με απάτη υπονομεύει την αξιοπρέπεια των εργαζομένων.
Η εμπειρία της Ισπανίας με τη διάταξη Ραχόι το 2012, που επέτρεπε απολύσεις λόγω επαναλαμβανόμενων απουσιών (ακόμη και αιτιολογημένων), είναι χαρακτηριστική. Το Ανώτατο Δικαστήριο την κατήργησε το 2020. Ανάλογες πρωτοβουλίες απορρίφθηκαν και σε άλλες χώρες, καθώς προκαλούν νομική και ηθική αναστάτωση. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί (ΕΕ, ΔΟΕ) πλέον δίνουν έμφαση στην πρόληψη, την αποκατάσταση και τη στήριξη της υγείας, όχι στην ποινικοποίηση της απουσίας.
Ψυχική υγεία: από στίγμα σε στρατηγική
Σήμερα, πολλές εταιρείες στην Ολλανδία, τη Φινλανδία και τη Γαλλία έχουν ήδη θεσπίσει πολιτικές ψυχικής υγείας, προγράμματα υποστήριξης, εκπαίδευση στελεχών και ψυχολογικές υπηρεσίες για τους υπαλλήλους τους. Δεν πρόκειται για φιλανθρωπία. Είναι επένδυση στην ευημερία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Είναι επίσης η νέα πρόκληση για το κοινωνικό μοντέλο της Ευρώπης: να επιβεβαιώσει ότι παραμένει ανθρωποκεντρικό, χωρίς να θυσιάζει την παραγωγικότητα στον βωμό της πίεσης.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν λείπουν οι εργαζόμενοι, αλλά γιατί λείπουν — και πώς μπορούμε να τους φέρουμε πίσω πιο υγιείς, πιο σταθερούς και πιο ασφαλείς. Η ψυχική υγεία δεν είναι περιθωριακό ζήτημα. Είναι ο καθρέφτης της εποχής μας. Και η διαχείρισή της θα κρίνει πόσο ώριμες είναι τελικά οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και αγορές εργασίας.
*Από τον Γιώργο Μαζιά