Οι πιο θανατηφόρες ασθένειες στην Ευρώπη δεν προκαλούνται από ιούς – πρόκειται για χρόνιες παθήσεις που θα μπορούσαν να αποφευχθούν σε μεγάλο βαθμό με καλύτερη ιατρική περίθαλψη και δημόσια υγεία, υποστηρίζει νέα έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).

Κάθε χρόνο, 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία χάνουν την ζωή τους από μη επιδημιογενή νοσήματα (μη μεταδοτικές ασθένειες), που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, όπως ο καρκίνος, οι καρδιακές παθήσεις, τα χρόνια αναπνευστικά προβλήματα και ο διαβήτης, σύμφωνα με την έκθεση.

Τι αποκάλυψε η έκθεση του ΠΟΥ

Η ανάλυση καλύπτει την ευρύτερη ευρωπαϊκή περιφέρεια του ΠΟΥ, η οποία περιλαμβάνει 53 χώρες σε Ευρώπη και Κεντρική Ασία. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι ένας στους πέντε άνδρες και μία στις δέκα γυναίκες κάτω των 70 ετών πεθαίνουν από αίτια που μπορούν να προληφθούν.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους θανάτους – συγκεκριμένα το 60% – φαίνεται να συνδέονται με το κάπνισμα, το αλκοόλ, την υψηλή αρτηριακή πίεση, την ανθυγιεινή διατροφή, την παχυσαρκία ή την έλλειψη άσκησης. «Ενώ οι μη μεταδοτικές ασθένειες μπορούν να προληφθούν αλλά και να θεραπευτούν, συχνά τις αγνοούμε», δήλωσε ο Δρ. Hans Henri Kluge, διευθυντής του ΠΟΥ στην Ευρώπη.

Επιπλέον εντοπίζονται μεγάλες ανισότητες μεταξύ των χωρών και αυξάνονται, σύμφωνα με την έκθεση. Από το 2010, οι διαφορές έχουν διευρυνθεί όσον αφορά το κάπνισμα, τη παχυσαρκία, την υψηλή αρτηριακή πίεση και τον διαβήτη και έχουν μειωθεί μόνο όσον αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση και τους θανάτους συνολικά.

Η πρόοδος είναι εφικτή

Παρά τις τεράστιες προκλήσεις που παρουσιάζονται, ορισμένες χώρες έχουν σημειώσει πρόοδο. Δέκα εμφανίζουν μειωμένα επίπεδα πρόωρης θνησιμότητας από μη μεταδοτικές ασθένειες κατά τουλάχιστον 25 % από το 2010, μεταξύ των οποίων το Βέλγιο, η Δανία, η Εσθονία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ελβετία.

Όλες έχουν λάβει μέτρα για τη μείωση των παραγόντων κινδύνου και την ενίσχυση των συστημάτων υγείας, δήλωσε ο ΠΟΥ, καλώντας και άλλες χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Η έκθεση επισημαίνει ότι επιπλέον 26 χώρες μπορούν ακόμη να επιτύχουν τον στόχο μείωσης κατά 25%, εάν διατηρήσουν και εντείνουν τις προσπάθειες πρόληψης και φροντίδας των μη επιδημιογενών νοσημάτων.