Σε περιόδους που νιώθουμε αποκομμένοι ή συναισθηματικά άδειοι, η φυσική αντίδραση είναι να περιμένουμε από τους άλλους να μας δείξουν ενδιαφέρον, τρυφερότητα ή στοργή. Όμως, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Penn State δείχνει πως ίσως δεν πρέπει απλά περιμένουμε την αγάπη…

Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό PLOS One, ερευνητές παρακολούθησαν για τέσσερις εβδομάδες 52 ενήλικες, ζητώντας τους να απαντούν έξι φορές την ημέρα σε ερωτήσεις σχετικά με το πόση αγάπη ένιωθαν και πόση είχαν εκφράσει από τον προηγούμενο έλεγχο. Αυτό που ανακάλυψαν ήταν εντυπωσιακό: όταν οι συμμετέχοντες έδειχναν αγάπη (μέσω πράξεων φροντίδας, ευγενικών λέξεων ή μικρών χειρονομιών) ένιωθαν και οι ίδιοι πιο αγαπητοί μέσα στις επόμενες ώρες. Η κορύφωση αυτής της «ανταμοιβής» ερχόταν περίπου τρεις ώρες μετά.

Αγάπη που διαρκεί

Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι το αίσθημα του «είμαι αγαπητός» αποδείχθηκε εξαιρετικά ανθεκτικό στον χρόνο: πολλές φορές διαρκούσε έως και οκτώ ώρες. Σε αντίθεση με άλλα θετικά συναισθήματα, όπως η ευγνωμοσύνη ή η εκτίμηση, που έχουν μικρότερη διάρκεια, το συναίσθημα της αγάπης φαίνεται να ριζώνει πιο βαθιά.

Το πιο αισιόδοξο μήνυμα αυτής της μελέτης είναι ότι η αγάπη δεν είναι μόνο κάτι που μας συμβαίνει παθητικά. Είναι μια δεξιότητα που μπορούμε να εξασκήσουμε. Όπως μαθαίνουμε να παίζουμε μουσική ή να μιλάμε μια ξένη γλώσσα, έτσι μπορούμε να εκπαιδευτούμε στο να εκφράζουμε – και τελικά να νιώθουμε – περισσότερη αγάπη στην καθημερινότητά μας.

Πώς την αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος

Τι ή ποιος σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε τη λέξη «αγάπη»; Επιστήμονες ανακάλυψαν ότι στο άκουσμά της ενεργοποιούνται διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου ανάλογα με το είδος της εμπειρίας. Σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cerebral Cortex, υπάρχουν έξι είδη αγάπης:

1. Ρομαντική
2. Γονική
3. Φιλική
4. Για έναν άγνωστο
5. Για ένα κατοικίδιο
6. Για τη φύση

Οι συγγραφείς της μελέτης χρησιμοποίησαν μαγνητικές τομογραφίες για να μετρήσουν την εγκεφαλική δραστηριότητα των συμμετεχόντων καθώς συλλογίζονταν καταστάσεις που αφορούσαν αυτούς τους τύπους αγάπης. Παρατήρησαν λοιπόν ότι η γονική αγάπη δημιουργούσε την πιο έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα, με δεύτερη – με μικρή διαφορά – τη ρομαντική.

Ωστόσο όλα τα είδη αγάπης μεταξύ ανθρώπων φάνηκε να ενεργοποιούν τον εγκέφαλο, ανεξάρτητα από την εγγύτητα της σχέσης, διαφέροντας μόνο στην ένταση της ενεργοποίησης.

Η αγάπη για τους αγνώστους ήταν λιγότερο ανταποδοτική και προκαλούσε μικρότερη ενεργοποίηση σε σύγκριση με εκείνη για κοντινά πρόσωπα. Η αγάπη για τη φύση ενεργοποιούσε το σύστημα ανταμοιβής και τις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου, αλλά όχι τις κοινωνικές. Για όσους είχαν κατοικίδια ζώα, οι περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τα συναισθήματα κοινωνικότητας έδειξαν να ενεργοποιούνται περισσότερο απ’ ό,τι όταν οι συμμετέχοντες έκαναν σκέψεις για τη φύση.

Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η εγκεφαλική δραστηριότητα ως απόκριση στα συναισθήματα αγάπης επηρεάζεται όχι μόνο από την εγγύτητα του αντικειμένου, αλλά και από το αν πρόκειται για άνθρωπο, ζώο ή τη φύση.