Τα δημοφιλέστατα παγκοσμίως φάρμακα GLP-1 – η νέα γενιά φαρμάκων ενάντια στον διαβήτη που κάνει «θραύση» και σε ό,τι αφορά το αδυνάτισμα – βοηθούν πράγματι να πέσει ταχύτατα ο δείκτης της ζυγαριάς αλλά την ίδια στιγμή μειώνουν σημαντικά τη μυϊκή μάζα θέτοντας πιθανώς σε κίνδυνο την υγεία της καρδιάς και των πνευμόνων καθώς και τη μακροπρόθεσμη επιβίωση. Αυτό δείχνει μια νέα μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια (UVA) η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Τhe Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism.

Ναι μεν, αλλά…

Οι ερευνητές τονίζουν ότι η απώλεια βάρους που προσφέρουν τα φάρμακα GLP-1 έχει σαφή οφέλη για την υγεία ατόμων με παχυσαρκία, διαβήτη τύπου 2 και καρδιακή ανεπάρκεια συμπεριλαμβανομένων του ελέγχου του σακχάρου του αίματος, της βραχυπρόθεσμης καρδιονεφρικής λειτουργίας αλλά και της βελτίωσης της επιβίωσης.

Ωστόσο προσθέτουν ότι θα ήταν καλό οι γιατροί να συστήνουν προγράμματα άσκησης ή άλλες προσεγγίσεις όπως η χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής ή συμπληρωματικών φαρμάκων, προκειμένου να βοηθήσουν τους ασθενείς που λαμβάνουν GLP-1 να αποκομίσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την καρδιοαναπνευστική υγεία τους σε μάκρος χρόνου.

«Ορισμένοι ασθενείς μού ανέφεραν ότι ένιωθαν κυριολεκτικά πως οι μύες τους ‘‘γλιστρούσαν και έφευγαν’’ από πάνω τους ενόσω λάμβαναν αυτά τα φάρμακα» ανέφερε ο Ζένκι Λιου, καθηγητής Ιατρικής και Διαβήτη στην Ιατρική Σχολή του UVA και πρώην επικεφαλής του Τμήματος Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού του Πανεπιστημίου και προσέθεσε:

«Αυτή είναι μια σοβαρή ανησυχία. Οι μύες και ιδίως οι αξονικοί μύες (σ.σ. τέτοιοι μύες είναι για παράδειγμα οι κοιλιακοί, οι ραχιαίοι, οι μύες του διαφράγματος και του λαιμού) είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του σώματος, τη σωστή στάση και κίνηση και τη γενική ευζωία. Η απώλεια μυϊκής μάζας μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, θνησιμότητας από όλα τα αίτια και να οδηγήσει σε σημαντική πτώση της ποιότητας ζωής». 

Εως 40% της απώλειας βάρους αφορά απώλεια μάζας χωρίς λίπος

Παρότι τα φάρμακα GLP-1 βοηθούν τα άτομα που τα λαμβάνουν να χάνουν λίπος, οδηγούν παράλληλα και σε απώλεια μάζας που δεν περιέχει λίπος – το 40%-50% αυτής της μάζας αποτελείται από μυς. Για την ακρίβεια, όταν κάποιος χάνει βάρος, το 25%-40% του βάρους που χάνει αφορά μάζα χωρίς λίπος (συγκριτικά η μείωση αυτής της μάζας εξαιτίας της ηλικίας αντιστοιχεί σε μόλις 8% ανά δεκαετία).

Ο Λιου και οι συνεργάτες του θέλησαν να κατανοήσουν καλύτερα τις πιθανές μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απώλειας μυϊκής μάζας και έτσι πραγματοποίησαν ανασκόπηση σε όλα τα υπάρχοντα δεδομένα σχετικά με την επίδραση των GLP-1 στην καρδιοαναπνευστική ικανότητα (cardiorespiratory fitness – CRF).

Η ζωτικής σημασίας CRF

Η CRF αποτελεί έναν δείκτη σχετικά με το πόσο καλά το σώμα μπορεί να χρησιμοποιήσει το οξυγόνο κατά την άσκηση. Με αυτή τη μέτρηση οι γιατροί αξιολογούν πόσο καλά λειτουργούν συνεργατικά η καρδιά, οι πνεύμονες, οι μύες και τα αιμοφόρα αγγεία – η CRF χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη της θνησιμότητας από όλα τα αίτια αλλά και από τα καρδιαγγειακά αίτια συγκεκριμένα.

Οι ασθενείς με παχυσαρκία έχουν συχνά χαμηλή CRF. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό οφείλεται στο ότι το παχύσαρκο άτομο δεν έχει αρκετή μυϊκή μάζα. Σε άλλες περιπτώσεις το άτομο μπορεί να έχει αρκετούς μυς, αλλά η ποιότητά τους δεν είναι καλή εξαιτίας του λίπους που έχει διεισδύσει εντός τους.

Καλύτερος δείκτης πρόβλεψης της θνησιμότητας σε σχέση με το βάρος

«Η CRF αποτελεί ισχυρό δείκτη πρόβλεψης της θνησιμότητας σε πολλές ομάδες του πληθυσμού όπως οι παχύσαρκοι, οι διαβητικοί και οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια» ανέφερε ο Σιντάρθα Αγκάντι, αναπληρωτής καθηγητής Κινησιολογίας στη Σχολή Εκπαίδευσης και Ανθρώπινης Ανάπτυξης του UVA, εκ των συγγραφέων της μελέτης και συμπλήρωσε: «Σε πρόσφατη μελέτη μας, η οποία εξέτασε τον κίνδυνο θνησιμότητας σε περίπου 400.000 άτομα παγκοσμίως, ανακαλύψαμε ότι η CRF αποτελούσε πολύ καλύτερο δείκτη πρόβλεψης του κινδύνου θανάτου σε σύγκριση με το βάρος. Για αυτό και είναι τόσο σημαντικό να κατανοήσουμε την επίδραση αυτής της νέας κατηγορίας φαρμάκων στη CRF».

Στη νέα ανασκόπηση των υπαρχόντων στοιχείων οι ερευνητές είδαν ότι τα φάρμακα GLP-1 βελτιώνουν ορισμένους δείκτες της καρδιακής λειτουργίας, ωστόσο αυτές οι βελτιώσεις δεν μεταφράζονται και σε σημαντικές βελτιώσεις της CRF. Ορισμένες μικρές μελέτες, τονίζουν οι επιστήμονες, μαρτυρούν ότι η άσκηση μπορεί να βελτιώσει τη CRF στους ασθενείς που λαμβάνουν GLP-1, ωστόσο οι μελέτες αυτές πάσχουν στον σχεδιασμό και απαιτούνται μεγαλύτερες και καλύτερα δομημένες μελέτες προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.

Ανησυχία για επιπτώσεις στη μεταβολική υγεία και στο προσδόκιμο ζωής

Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι τα φάρμακα GLP-1 μειώνουν σημαντικά το σωματικό βάρος και το λίπος αλλά οδηγούν και σε σημαντική μείωση της μυϊκής μάζας, χωρίς να υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι βελτιώνουν την καρδιοαναπνευστική ικανότητα. Και αυτό, όπως λένε, τους ανησυχεί σχετικά με το ότι μπορεί να έχει επιπτώσεις στη μεταβολική υγεία αλλά και στο προσδόκιμο ζωής των ατόμων που λαμβάνουν τα συγκεκριμένα φάρμακα. Για αυτό και ζητούν την άμεση διεξαγωγή επιπλέον μελετών για το θέμα.

Υποσχέσεις από την ανάπτυξη φαρμάκων διατήρησης της μυϊκής μάζας

Αναφέρουν πάντως ότι υπάρχουν υποσχόμενες έρευνες σχετικά με την ανάπτυξη φαρμάκων που θα βοηθούν στη διατήρηση της μυϊκής μάζας στους ασθενείς που λαμβάνουν GLP-1 – για παράδειγμα ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που θα κάνει αυτή ακριβώς τη δουλειά βρίσκεται σε διαδικασία ανάπτυξης στο εργαστήριο.

Οι πιθανές σωτήριες στρατηγικές

«Το συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο είναι άκρως ενεργό και αισιοδοξούμε ότι σύντομα θα έχουμε στα χέρια μας αποτελεσματικές λύσεις. Μέχρι τότε όμως είναι σημαντικό οι ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα GLP-1 να συζητούν με τον γιατρό τους σχετικά με στρατηγικές που θα τους βοηθήσουν να διατηρήσουν τη μυϊκή μάζα τους. Η Αμερικανική Εταιρεία για τον Διαβήτη συστήνει τον έλεγχο για υποσιτισμό και χαμηλή μυϊκή μάζα πριν από την έναρξη λήψης αυτών των φαρμάκων καθώς και την προαγωγή της πρόσληψης επαρκούς πρωτεΐνης αλλά και την προαγωγή της άσκησης καθ’όλη τη διάρκεια της θεραπείας με GLP-1» κατέληξε ο καθηγητής Λιου.

*Από τη Θεοδώρα Ν. Τσώλη