Όποιος έχει βιώσει ghosting, ξέρει καλά πόσο άσχημο είναι το συναίσθημα όταν το άλλο άτομο ξαφνικά σταματά κάθε επικοινωνία. Αν και είναι ήδη γνωστό και επιβεβαιωμένο από αρκετές μελέτες ότι το ghosting προκαλεί αρνητικά συναισθήματα, οι περισσότερες από αυτές ήταν αναδρομικές. Δηλαδή, οι συμμετέχοντες έπρεπε να θυμηθούν την τελευταία φορά που τους έκαναν ghosting και μετά να απαντήσουν σε ερωτήσεις. Αυτή η προσέγγιση έχει τα μειονεκτήματά της, καθώς οι αναμνήσεις με τον καιρό μπορεί να αλλοιώνονται, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο.
Μια νέα μελέτη με τίτλο «Ο φανταστικός πόνος του ghosting: Πειράματα πολλών ημερών που συγκρίνουν τις αντιδράσεις στο ghosting και την aπόρριψη», που δημοσιεύuηκε στο επιστημονικό περιοδικό Computers in Human Behavior, υιοθέτησε μια καινοτόμα πειραματική προσέγγιση.
Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής την Alessia Telari από το πανεπιστήμιο του Μιλάνο-Bicocca στην Ιταλία, δεν βασίστηκε σε αναμνήσεις αλλά δημιούργησε μια ελεγχόμενη πειραματική κατάσταση, όπου οι εθελοντές είτε “εξαφανίζονταν” είτε απορρίπτονταν από τον συνομιλητή τους.
Στο πρώτο μέρος της μελέτης, 46 συμμετέχοντες συνομιλούσαν μέσω μηνυμάτων για 15 λεπτά κάθε μέρα με ένα άλλο άτομο, το οποίο πίστευαν ότι ήταν επίσης ένας συμμετέχων. Στην πραγματικότητα, ήταν βοηθός των ερευνητών. Την τέταρτη ημέρα, συνέβη ένα από τα εξής:
- Ghosting: ο βοηθός απλώς σταματούσε να απαντά.
- Απόρριψη: ο βοηθός έλεγε ότι δεν θέλει να συνεχίσει τη συζήτηση και μετά σταματούσε να απαντά.
- Ομάδα ελέγχου: ο βοηθός συνέχιζε κανονικά την επικοινωνία.
Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, χρησιμοποιήθηκε ένα παρόμοιο πλάνο αλλά για 9 ημέρες. Καθημερινά, πριν και μετά την ολοκλήρωση του πειράματος, οι συμμετέχοντες συμπλήρωναν ερωτηματολόγια για το πόσο κοντά ένιωθαν στο άλλο άτομο, αν τους άρεσε η σχέση, ποια συναισθήματα βίωναν και ποιες ανάγκες ένιωθαν να καλύπτονται ή όχι.
Αυτός ο σχεδιασμός είχε ένα σημαντικό πλεονέκτημα: οι συμμετέχοντες κατέγραφαν τα συναισθήματά τους τη στιγμή που συνέβαινε το ghosting ή η απόρριψη – όχι εκ των υστέρων.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα;
Και το ghosting και η απόρριψη είχαν αρνητικές επιπτώσεις, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου όπου η συνομιλία συνεχιζόταν κανονικά. Η αίσθηση εγγύτητας και ικανοποίησης από τη σχέση μειώθηκε απότομα στην πρώτη ομάδα ενώ παρέμεινε σταθερή στην ομάδα ελέγχου.
Τα συναισθήματα απόρριψης και κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκαν και στις δύο περιπτώσεις. Το αίσθημα ενοχής αυξήθηκε επίσης, αλλά περισσότερο στην απόρριψη.
Ένα ενδιαφέρον εύρημα ήταν η σύγχυση: και οι δύο καταστάσεις την προκάλεσαν, αλλά ενώ η σύγχυση από την απόρριψη υποχώρησε σχετικά γρήγορα, αυτή από το ghosting παρέμεινε έντονη. Οι συμμετέχοντες συνέχιζαν να προσπαθούν να καταλάβουν γιατί τους έκαναν ghosting.
Επιπλέον, οι συμμετέχοντες ένιωσαν μεγαλύτερη αποσύνδεση από τους άλλους και αόρατοι, ενώ ένιωθαν λιγότερο κοινωνικοί, λιγότερο ικανοί και πιο αντικοινωνικοί και στις δύο περιπτώσεις.
Τι πονάει περισσότερο τελικά, το ghosting ή η απόρριψη;
Το ghosting φάνηκε να είναι χειρότερο από την απόρριψη. Αν και τα δύο είχαν παρόμοια αρνητικά αποτελέσματα, τα συναισθηματικά κατάλοιπα της απόρριψης υποχώρησαν γρηγορότερα, ενώ το ghosting άφησε πιο επίμονα και βαθιά αρνητικά συναισθήματα.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η αβεβαιότητα γύρω από το γιατί τελείωσε η σχέση είναι ένας από τους παράγοντες που προκαλούν μεγαλύτερο άγχος και σύγχυση στην περίπτωση του ghosting.