Είναι γνωστό πως υπάρχουν διάφοροι παράγοντες του τρόπου ζωής καθώς και περιβαλλοντικοί που μπορούν να συμβάλλουν στην εμφάνιση διαβήτη τύπου 2, όπως η κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφών, η καθιστική ζωή, η παχυσαρκία, η έλλειψη ύπνου, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα. Πρόσφατα, μια νέα μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) επιβεβαιώνει ότι η νικοτίνη αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου και μάλιστα, αυτός ο κίνδυνος παρατηρείται και στους τέσσερις υποτύπους της νόσου.
Για τις ανάγκες της έρευνας, οι επιστήμονες ανέλυσαν ιατρικά δεδομένα για περισσότερα από 3.300 άτομα με διαβήτη τύπου 2 και σχεδόν 3.900 άτομα χωρίς διαβήτη (ομάδα ελέγχου), οι οποίοι είχαν συμμετάσχει σε προηγούμενες μελέτες στη Νορβηγία και τη Σουηδία.
Οι συμμετέχοντες ταξινομήθηκαν σε τέσσερις ομάδες, ανάλογα με τον υπότυπο διαβήτη ενώ ελέγχθηκε το ιστορικό καπνίσματος, δηλαδή αν ήταν ενεργοί καπνιστές, πρώην καπνιστές ή μη καπνιστές.
«Θέλαμε να διαπιστώσουμε αν το κάπνισμα παίζει τον ίδιο ρόλο σε όλους τους υποτύπους διαβήτη τύπου 2 ή αν ορισμένες ομάδες είναι πιο ευάλωτες από άλλες», δήλωσε η Emmy Keysendal, υποψήφια διδάκτωρ στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Ιατρικής του Karolinska Institutet στη Σουηδία και πρώτη συγγραφέας της μελέτης.
«Αυτό έχει σημασία γιατί οι διαφορετικοί υπότυποι μπορεί να έχουν διαφορετικούς παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς και η κατανόηση του πώς σχετίζεται το κάπνισμα με υποτύπους που διαφέρουν μεταξύ τους μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τη βιολογία του διαβήτη. Επίσης, μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη πιο εξατομικευμένων στρατηγικών πρόληψης», εξήγησε η ίδια.
Νικοτίνη και κίνδυνος διαβήτη- Αναλυτικά τα ευρήματα της μελέτης
Στο τέλος της μελέτης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όποιος συμμετέχων, ανεξαρτήτως υποτύπου, κάπνιζε – είτε στο παρελθόν είτε κατά τη διάρκεια της μελέτης – διέτρεχε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με όσους δεν είχαν καπνίσει ποτέ.
Κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων ανά υπότυπο, οι επιστήμονες παρατήρησαν τα εξής:
- Οι πρώην και οι νυν καπνιστές είχαν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρού, ανθεκτικού στην ινσουλίνη, διαβήτη (SIRD).
- Όσοι είχαν καπνίσει περιστασιακά κάποια στιγμή στη ζωή τους είχαν 20% αυξημένο κίνδυνο για SIDD ( σοβαρός διαβήτης με ανεπάρκεια ινσουλίνης), 27% αυξημένο κίνδυνο για MARD (ήπιος διαβήτης σχετιζόμενος με την ηλικία) και 29% αυξημένο κίνδυνο για MOD (ήπιος διαβήτης σχετιζόμενος με την παχυσαρκία).
Όταν εξετάστηκαν οι “βαριοί καπνιστές” – άτομα που κάπνιζαν περίπου 20 τσιγάρα την ημέρα για 15 χρόνια – ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 αυξήθηκε ακόμη περισσότερο:
- 2,35 φορές μεγαλύτερος κίνδυνος για SIRD
- 45% αυξημένος κίνδυνος για MARD
- 52% αυξημένος κίνδυνος για SIDD
- 57% αυξημένος κίνδυνος για MOD
«Ο ιδιαίτερα ισχυρός συσχετισμός που παρατηρήσαμε με τον υπότυπο SIRD υποδηλώνει ότι το κάπνισμα βλάπτει σημαντικά την ικανότητα του οργανισμού να ανταποκρίνεται στην ινσουλίνη. Το ευρήματα δείχνουν ότι το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο για όλες τις μορφές του διαβήτη τύπου 2, και η αποφυγή του είναι ωφέλιμη για όλους στα πλαίσια της πρόληψης», επεσήμαναν οι ερευνητές. Όπως εκτιμούν οι ίδιοι, περίπου το 11% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει με διαβήτη, με το 90% αυτών να πάσχουν από διαβήτη τύπου 2.