Aποτελεί μια πλήρη τροφή, γι’ αυτό και είναι η πρώτη που εντάσσεται στη ζωή του ανθρώπου. Το γάλα είναι εξαιρετική πηγή βασικών θρεπτικών συστατικών, όπως πρωτεϊνών, υδατανθράκων –με κυριότερο τη λακτόζη–, λιπαρών, ασβεστίου, βιταμινών, μετάλλων και ιχνοστοιχείων, σε επίπεδα μάλιστα που καλύπτουν ένα μεγάλο ποσοστό των ημερήσιων αναγκών του οργανισμού σε αυτά.

Γιατί πρέπει να πίνουμε γάλα;

Αναλυτικότερα, όσον αφορά τα επιμέρους θρεπτικά συστατικά, στο γάλα βρίσκονται σημαντικά ποσά πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας, αναγκαίων για την ανάπτυξη και τη διατήρηση των δομών του οργανισμού, όπως του μυϊκού και του ανοσοποιητικού συστήματος. Επιπλέον, είναι μία από τις καλύτερες πηγές ασβεστίου, θεμελιώδους δομικού στοιχείου των οστών, ενώ σχετίζεται και με πλήθος απαραίτητων διεργασιών στον οργανισμό. Το γεγονός αυτό καθιστά επιβεβλημένη την κατανάλωσή του από ομάδες με αυξημένες ανάγκες σε ασβέστιο, όπως τα παιδιά και οι έφηβοι, για τη σωστή ανάπτυξή τους.

Να τονιστεί εδώ και η υψηλή περιεκτικότητά του σε βιταμίνη D, που, εκτός των άλλων ωφελειών της, συμβάλλει στη βέλτιστη απορρόφηση του ασβεστίου. Αν και η συγκεκριμένη βιταμίνη συντίθεται από τον οργανισμό με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι ακόμα και σε μια ηλιόλουστη χώρα όπως η Ελλάδα παρατηρούνται χαμηλά ποσά της στον πληθυσμό, κάτι που επιβάλλει την αύξηση της πρόσληψής της μέσω διατροφής.

Επιπλέον, στο γάλα υπάρχουν σημαντικά ποσά βιταμινών του συμπλέγματος Β, όπως η βιοτίνη, το παντοθενικό οξύ και η ριβοφλαβίνη, που συνδέονται με βασικές λειτουργίες του οργανισμού, όπως η υγεία του νευρικού συστήματος, η παραγωγή ενέργειας και η παροχή οξυγόνου στην καρδιά και στους μυς.

Αξιοσημείωτη είναι ακόμα η περιεκτικότητα όλων των γαλακτοκομικών– σε κάλιο, το οποίο αποτελεί αντικείμενο έντονης ερευνητικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια καθώς έχει συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης και προστασία από στεφανιαία νόσο. Παράλληλα, το γάλα είναι μία από τις καλύτερες διατροφικές επιλογές για δυνατά δόντια χάρη στο ασβέστιο, το φώσφορο και το ιώδιο που περιέχει.

Δυστυχώς, όμως, παρότι το γάλα είναι απαραίτητο σε κάθε στάδιο ζωής του ανθρώπου, τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μείωση στην κατανάλωσή του, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερες ηλικίες. Ταυτόχρονα, αρκετοί στρέφονται και σε άλλες μορφές του, πέραν του αγελαδινού. Ακολουθεί μια συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στα δύο είδη γάλακτος: αγελαδινό Vs κατσικίσιου.

Ποιο γάλα μας φουσκώνει λιγότερο;

Το κατσικίσιο είναι πιο εύπεπτο από το αγελαδινό γιατί περιέχει μικρότερου μεγέθους μόρια (σφαιρίδια) λίπους και πιο εύκολα πέψιμες μορφές πρωτεϊνών. Έχει μεγαλύτερο ποσοστό ινοσιτόλης, ουσίας που συμμετέχει στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων, γεγονός που το κάνει ακόμα πιο ευκολοχώνευτο.

Διαφορές σε επιμέρους θρεπτικά συστατικά

Παρατίθεται ένας συγκριτικός πίνακας όσον αφορά τα βασικά θρεπτικά συστατικά που περιέχονται στα δύο είδη γάλακτος:

Ποιο είναι πιο αλλεργιογόνο

Το κατσικίσιο γάλα σχετίζεται με λιγότερες αλλεργίες, λόγω διαφορετικής δομής των πρωτεϊνών του, απ’ ό,τι το αγελαδινό. Οι πρωτεΐνες –ιδίως οι καζεΐνες– αποτελούν τις κατεξοχήν αλλεργιογόνες ουσίες στο γάλα.

And the winner is…

Παρόλο που οι διαφορές όσον αφορά τα θρεπτικά τους συστατικά δεν είναι μεγάλες, θα δίναμε ένα προβάδισμα στο κατσικίσιο γάλα. Έχει περισσότερο ασβέστιο, είναι πιο εύπεπτο για το γαστρεντερικό μας σύστημα και συνδέεται πολύ λιγότερο με αλλεργίες.

Ο Χάρης Γεωργακάκης είναι κλινικός διαιτολόγος-διατροφολόγος, MSc στην Κλινική Διατροφή