Mονοδοσικό εμβόλιο με δύο… βέλη αναπτύσσει η εταιρεία Moderna, καθώς θα συνδυάζει την αναμνηστική δόση κατά της Covid-19 και την ετήσια δόση κατά της γρίπης. Μάλιστα, η εταιρεία εκφράζει την αισιοδοξία ότι η τεχνολογία mRNA θα αποδειχτεί ότι έχει  πλεονεκτήματα έναντι των κοινών εμβολίων της γρίπης, καθώς θα υπάρχει η δυνατότητα για βελτιωμένη αποτελεσματικότητα και μεγαλύτερη ταχύτητα στην παρασκευή τους.

«Η νούμερο ένα προτεραιότητά μας ως εταιρεία αυτή τη στιγμή είναι να φέρουμε στην αγορά ένα ετήσιο εμβόλιο για το αναπνευστικό, το οποίο σχεδιάζουμε να προσαρμόζουμε και να αναβαθμίζουμε σε σταθερή βάση», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος Stéphane Bancel κατά τη διάρκεια της ημέρας Ερευνας και Ανάπτυξης της εταιρείας.

Παράλληλα, η Moderna έδωσε πληροφορίες σχετικά με τη συνεχιζόμενη δοκιμή σε μεσαίο στάδιο για το εξουσιοδοτημένο εμβόλιο Covid-19 σε παιδιά ηλικίας έξι μηνών έως κάτω των 12 ετών. Σύμφωνα με αυτές, θα δοκιμάσει 50 μικρογραμμάρια του εμβολίου της σε μια ομάδα μελέτης 4.000 παιδιών.

Ψάχνουν  λύση στις επιπλοκές

Εν τω μεταξύ, οι ομάδες πίσω από τα εμβόλια της AstraZeneca και της Johnson & Johnson εργάζονται για την ανάπτυξη ασφαλέστερων αδενοϊικών φορέων, σε μία προσπάθεια να μηδενίσουν τις επιπλοκές που σχετίζονται με θρομβώσεις. «Θα προκαλούσε έκπληξη η εγκατάλειψή τους από τις φαρμακευτικές εταιρείες καθώς για τους περισσότερους ανθρώπους, τα εμβόλια είναι ασφαλή. Η λογική πρόταση θα ήταν αντί να τα εγκαταλείψουμε, να μελετήσουμε περισσότερο τις ανοσιακές αντιδράσεις που σχετίζονται με αυτά», υπογραμμίζουν σε σημείωμά τους οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Μαριάννα Πολίτου, Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ).

Και προσθέτουν ότι σε κάθε περίπτωση «η αποσαφήνιση του μηχανισμού» που προκαλεί το σύνδρομο VITT «θα μπορούσε να αποκαλύψει τρόπους πρόληψης και θεραπείας της καθώς και να βελτιώσει τον σχεδιασμό των μελλοντικών εμβολίων».

Για τον λόγο αυτό, ερευνητές συγκέντρωσαν στοιχεία και ανέπτυξαν μια σειρά υποθέσεων τους τελευταίους μήνες. Ετσι, μεταξύ άλλων, πρότειναν ότι οι τυχόν προσμίξεις στα εμβόλια που απομένουν από τη διαδικασία παρασκευής -όπως τμήματα DNA ή πρωτεΐνες στο υλικό που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη του ιού – ίσως αποτελούν τη λύση του προβλήματος, ενώ άλλοι ενοχοποιούν τον ίδιο τον αδενοϊό.