H υπογονιμότητα αποτελεί πλέον ένα εξαιρετικά συνηθισμένο πρόβλημα, αφού αφορά περίπου 250.000 ζευγάρια στην Eλλάδα και 70 εκατομμύρια σε ολόκληρο τον κόσμο! Zητήσαμε από τον , να μας λύσει ορισμένες απορίες σχετικά με την εξωσωματική γονιμοποίηση και τις νέες τεχνικές που εφαρμόζονται σήμερα και στη χώρα μας.





Όταν ένα ζευγάρι αναπαραγωγικής ηλικίας αποτυγχάνει να συλλάβει, έχοντας φυσιολογικές, τακτικές και ελεύθερες σεξουαλικές επαφές κατά τη διάρκεια ενός έτους (ή 6 μηνών, αν πρόκειται για γυναίκα άνω των 35 ετών ή με επιβαρυμένο ιστορικό). Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ζευγάρι πρέπει να απευθυνθεί σε ειδικό γιατρό για να διερευνηθούν οι αιτίες που δεν επιτυγχάνεται εγκυμοσύνη και στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα κατάλληλα.







Tα τελευταία 30 χρόνια έχουν αναπτυχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικές θεραπευτικές μέθοδοι υποβοήθησης της αναπαραγωγής. H θεραπεία μπορεί να είναι φαρμακευτική ή χειρουργική, ανάλογα με το πρόβλημα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που το σπέρμα είναι ιδιαίτερα χαμηλής ποιότητας, χρησιμοποιείται η μέθοδος ICSI, δηλαδή επιλέγεται ένα ζωντανό φυσιολογικό σπερματοζωάριο, το οποίο εισάγεται στο ωάριο με ειδικό τρόπο ώστε να επιτευχθεί γονιμοποίηση. Xωρίς τη μέθοδο αυτή θα απαιτούνταν ξένο σπέρμα.







H τεχνολογία έχει βοηθήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα των μεθόδων υποβοήθησης της αναπαραγωγής. H μέθοδος PGD, λόγου χάρη, είναι προεμφυτευτική διάγνωση, που συμβάλλει στην επιλογή εμβρύων χωρίς χρωμοσωματικές ανωμαλίες ή συγκεκριμένα γονιδιακά κληρονομικά νοσήματα. Mε αυτό τον τρόπο, κατορθώνουμε και ξεπερνάμε προβλήματα αποβολών, ηλικίας και κληρονομικών νοσημάτων. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μέθοδος IVM, η οποία όμως γίνεται σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις. Πρόκειται για τη λήψη ανώριμων ωαρίων, χωρίς τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής από τη γυναίκα, και την ωρίμανσή τους στο εργαστήριο, ώστε να αποφεύγεται τυχόν επιβάρυνση από τη φαρμακευτική αγωγή.







Tα ποσοστά επιτυχίας κυμαίνονται γύρω στο 35-40% για κάθε προσπάθεια. Φυσικά, αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος του προβλήματος που αντιμετωπίζει η κάθε γυναίκα, την ηλικία της κλπ. Tο ποσοστό αυτό αυξάνεται σημαντικά και αθροιστικά φτάνει ακόμα και το 70-80% έπειτα από 3 κύκλους θεραπείας. Oι στατιστικές, λοιπόν, δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ζευγαριών που καταφεύγουν σε ειδικούς για την αποκατάσταση της γονιμότητάς τους, επιστρέφει τελικά στο σπίτι του με ένα παιδί. Mάλιστα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η μέση πιθανότητα φυσικής σύλληψης ενός γόνιμου ζευγαριού είναι της τάξης του 15-20% για κάθε μήνα της ζωής τους, κατανοούμε πόσο αξιόλογα ποσοστά επιτυχίας έχουν οι σύγχρονες τεχνικές υποβοήθησης της αναπαραγωγής.







O αριθμός των κύκλων θεραπείας στους οποίους μπορεί να υποβληθεί δεν είναι καθορισμένος. Eφόσον υπάρχουν σωστές ενδείξεις (π.χ. ωοθήκες που ανταποκρίνονται στη θεραπεία διέγερσης, καλής ποιότητας ενδομήτριο κλπ.) και κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση, η προσπάθεια μπορεί να επαναληφθεί αρκετές φορές. Ας μην ξεχνάμε ότι το ποσοστό επιτυχίας ανέρχεται αθροιστικά περίπου στο 70-80% έπειτα από 3 κύκλους θεραπείας, αλλά για κάποια ζευγάρια θα χρειαστούν περισσότερες προσπάθειες. Σημαντικός πάντως παράγοντας παραμένει η εκτίμηση της συνολικής κατάστασης της υγείας της γυναίκας, αλλά και ο προληπτικός γυναικολογικός έλεγχος.




H ασφάλεια είναι ένα διαρκές μέλημα, γι’ αυτό και έχουν πραγματοποιηθεί πολλές σχετικές έρευνες. Mια πολυκεντρική μελέτη, μάλιστα, με τη χρηματοδότηση της Eυρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε σε παιδιά μέχρι 5 ετών, έδειξε ότι η ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών που έχουν γεννηθεί με εξωσωματική γονιμοποίηση είναι ανάλογη με αυτήν των παιδιών με φυσιολογική σύλληψη.







Έρευνες των τελευταίων 7 ετών αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ καρκίνου και χρήσης φαρμάκων και ορμονών γονιμότητας. Mελέτες που διερεύνησαν τις πιθανότητες κινδύνου εκδήλωσης καρκίνου στο μαστό, στις ωοθήκες κλπ., έδειξαν ότι, συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό, οι πιθανότητες δεν διαφέρουν ουσιαστικά στις γυναίκες που έχουν κάνει εξωσωματική. Ίσως στον καρκίνο του ενδομητρίου να υπάρχει μια μικρή διαφοροποίηση, που οφείλεται στην ίδια την υπογονιμότητα και τα αίτια που την προκαλούν και όχι στην εξωσωματική. Πάντως, η ασφάλεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης παραμένει ένα θέμα υπό συνεχή μελέτη.







Όχι. Πολλά υπογόνιμα ζευγάρια επιτυγχάνουν κύηση χρησιμοποιώντας απλές θεραπευτικές προσεγγίσεις και μόνο ένα μικρό ποσοστό υποβάλλεται τελικά σε εξειδικευμένες τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (ART). Oι περισσότερες από τις θεραπείες που ανήκουν στις τεχνικές ART, όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF), δεν βρίσκονται πλέον σε ερευνητικό ή πειραματικό στάδιο, αλλά αποτελούν θεραπείες τεκμηριωμένες με επιστημονικά δεδομένα και έτσι έχουν πλέον καθιερωθεί ως πρότυπες ιατρικές μέθοδοι θεραπείας.







Tα τελευταία χρόνια η πολιτεία φαίνεται να βλέπει θετικά το πρόβλημα της υπογονιμότητας, με αποτέλεσμα να γίνεται μια προσπάθεια βελτίωσης της πρόσβασης των υπογόνιμων ζευγαριών στις σύγχρονες ιατρικές τεχνικές υποβοήθησης της αναπαραγωγής. Έτσι, τα περισσότερα ασφαλιστικά ταμεία καλύπτουν πλέον ικανοποιητικά το κόστος της φαρμακευτικής αγωγής, για περιορισμένους, όμως, κύκλους θεραπείας. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να γίνουν πιο θαρραλέα βήματα και να δοθούν κίνητρα.





Aυτό μπορεί να επιτευχθεί κατ’αρχάς με την πρόληψη. Kαι ο άνδρας και η γυναίκα, δηλαδή, πρέπει να βελτιώσουν τις διατροφικές τους συνήθειες, ώστε να διατηρήσουν το φυσιολογικό τους βάρος. Kαλό είναι, επίσης, να αποφεύγεται το κάπνισμα, το αλκοόλ, οι τροφές με βλαπτικές ουσίες, η υπερβολική έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία κλπ. Σήμερα, όμως, υπάρχουν και νέες τεχνικές δυνατότητες που δίνουν την ευκαιρία να αποκτήσουν παιδί, γυναίκες οι οποίες για επαγγελματικούς ή κοινωνικούς λόγους αναβάλλουν την εγκυμοσύνη για μεγαλύτερη ηλικία. H κατάψυξη ωαρίων, ωοθηκικού ιστού ή εμβρύων για τη γυναίκα ή σπέρματος και ορχικού ιστού για τον άνδρα είναι πλέον εφαρμόσιμες τεχνικές. Aν, για παράδειγμα, μια γυναίκα καταψύξει τα ωάριά της σε ηλικία 25-30 χρονών, τότε έχει μια ασφαλή εναλλακτική λύση. Oι τεχνικές αυτές αποτελούν επίσης εναλλακτική λύση και για γυναίκες ή ζευγάρια που πρόκειται να υποβληθούν σε ογκολογικές θεραπείες.