Αναποτελεσματικά κρίνονται στις περισσότερες περιπτώσεις τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, σύμφωνα με νέα έρευνα βρετανών ερευνητών οι οποίοι εφιστούν την προσοχή τόσο στους ασθενείς, όσο και στους γιατρούς που τα χορηγούν.

Οι ειδικοί του Πανεπιστημίου Χαλ σύγκριναν 47 έρευνες για τέσσερα γνωστά αντικαταθλιπτικά φάρμακα εκ των οποίων τα τρία κυκλοφορούν στην Ελλάδα και είναι τα Prozac, Efexor, Seroxat. Πρόκειται για τους λεγόμενους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI).

Σύμφωνα με τη μελέτη τους που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο PLoS Medicine, τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δεν βοηθούν όλους ανεξαρτήτως τους ασθενείς αλλά μόνο εκείνους με βαριά μορφή κατάθλιψης. Όπως διαπίστωσαν όμως, ακόμα και αυτοί δεν εμφανίζουν αισθητή βελτίωση της ψυχικής τους κατάστασης.

Τα φάρμακα αυτά αυξάνουν τα επίπεδα της σεροτονίνης (της χημικής ουσίας που συνδέεται με τη διάθεσή μας) στον εγκέφαλο. Έτσι, όπως ισχυρίζονται οι κατασκευάστριες εταιρείες, επιτυγχάνουν την ενίσχυση του συναισθήματος της ευφορίας.

Οι ερευνητές παρόλα αυτά παρατήρησαν πολύ μικρή διαφορά μεταξύ εκείνων που ακολουθούσαν θεραπεία SSRI και εκείνων που έπαιρναν εικονικά φάρμακα (placebo).

Κάτι τέτοιο, όπως τονίζουν, σημαίνει ότι οι ασθενείς με ελαφριά μορφή κατάθλιψης μπορούν να καλυτερεύσουν την κατάστασή τους αποφεύγοντας τη χρήση χημικών ουσιών.

Παράλληλα, όπως γράφει το επιστημονικό έντυπο «Neuropsychopharmacology», έρευνα του Γενικού Νοσοκομείου Μασαχουσέτης δείχνει ότι μια γονιδιακή παραλλαγή ευθύνεται για το γεγονός ότι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα για κάποιους έχουν αποτέλεσμα και για κάποιους άλλους όχι.

Αυτό, όπως επισημαίνουν οι αμερικανοί ερευνητές, θα μπορούσε μελλοντικά να οδηγήσει στην ανάπτυξη ειδικών γενετικών τεστ ώστε οι αντικαταθλιπτικές θεραπείες να είναι «κομμένες και ραμμένες» στα μέτρα των ασθενών.