Πριν δύο δεκαετίες περίπου, έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα -τεραστίων δια­στά­σεων- κινητά. Τότε ακόμη όλοι τα κοιτούσαμε έκπληκτοι, μην μπορώντας να πιστέψουμε πώς είναι δυνατόν να περιφέρεται κανείς με το τηλέφωνό του στο χέρι και να μιλά δημόσια. Σήμερα, το κινητό έχει γίνει για τους περισσότερους από εμάς, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, κοινωνικής τάξης, η προέκταση του χεριού μας. Για να το πούμε αλλιώς, κοντεύουμε να μην μπορούμε να ζήσουμε χωρίς το κινητό μας…
Όταν το 1982, στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάποιοι προέβλεπαν ότι οι τότε 42.000 χρήστες κινητών θα έφταναν εν έτει 2000 τους 900.000, κάποιοι άλλοι τούς θεωρούσαν το ίδιο τρελούς με εκείνους που πιστεύουν στα UFO. Κι όμως πια, μόνο σε αμερικανικό έδαφος, έχουν ξεπεράσει τα 50.000.000! Στην Ευρώπη, τα νούμερα είναι ακόμη πιο θεαματικά και οι ειδικοί προβλέπουν ότι σύντομα το κινητό θα είναι προσιτό σε όλους, ως ένα σούπερ-μίνι εξάρτημα με ικανότητες φορητού υπολογιστή και πιστωτικής κάρτας!
Δεν χρειάζεται, όμως, να προχωρήσουμε τόσο πολύ στο μέλλον και να σπεκουλάρουμε για τις ακόμη πιο συνταρακτικές εξελίξεις της κινητής τηλεφωνίας. Ας αρκεστούμε σε αυτό που έχει ήδη συμβεί, γιατί με την κινητή τηλεφωνία έχουν συντελεστεί πολύ μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας.




Αλήθεια, τι ακριβώς ήταν αυτό με το οποίο το κινητό κέρδισε -μια για πάντα- μία θέση στην τσάντα, στην τσέπη μας και αδιαφιλονίκητα μια θέση στη ζωή μας; Καταρχήν, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα χρήσιμο εργαλείο επικοινωνίας. Ήρθε, όμως, ακριβώς στη σωστή εποχή, που οι άνθρωποι, όλο και πιο πολυάσχολοι, όλο περισσότερο κινητικοί και ­δραστήριοι, δεν μπορούσαν παρά να καλοδεχτούν μια συσκευή που θα τους επέτρεπε να μπορούν να επικοινωνήσουν ανά πάσα στιγμή, από οπουδήποτε με οποιονδήποτε, χωρίς να χρειαστεί να γυρίσουν σπίτι τους, να ψάξουν για τηλεφωνικούς θαλάμους, να έχουν πάνω τους κέρματα, κάρτες και ατζέντες.
Από τη στιγμή που το κινητό έγινε αναγκαίο εξάρτημα για όλους, στις σχέσεις μας άλλαξαν πολλά. Μπορεί, όμως, να συνέβη και το αντίστροφο: το κινητό έγινε αναγκαίο, επειδή στις σχέσεις μας είχαν αρχίσει να αλλάζουν πολλά. Πέρα από την ευλογία και κατάρα τού να μπορούν όσοι έχουν το νούμερό μας να μας πάρουν τηλέ­φωνο, είτε βρισκόμαστε επίσκεψη σε φίλους είτε στη δουλειά ή στην κορυφή των Ιμαλαΐων, το κινητό υπαγόρευσε καινούργιους τρόπους, αλλά και ανταποκρίθηκε σε καινούργιες ανάγκες επικοινωνίας.




Μέσα στη μνήμη του κινητού μας είναι κατά κάποιον τρόπο αποθηκευμένη όλη η κοινωνική ζωή και δραστηριότητα του καθενός μας: αγαπημένα πρόσωπα, φίλοι, συγγενείς, συνάδελφοι, συνεργάτες, απλοί γνωστοί, εστια­τόρια, σινεμά, μάστορες, γιατροί, οι πάντες. Και αντιστρόφως, το δικό μας τηλέφωνο είναι καταχωρημένο σε δεκάδες κινητά άλλων ανθρώπων. Αν κάνουμε το αδιόρθωτο λάθος να μην έχουμε φροντίσει να καταγράψουμε όλα αυτά τα ονόματα και τηλέφωνα και κάπου αλλού, τότε η απώλεια του κινητού μας ισοδυναμεί με μια «μέτρια» καταστροφή.
Με το κινητό μας, λοιπόν, κουβαλάμε συνεχώς ολόκληρο τον «κοινωνικό μας εαυτό» επάνω μας κι αυτό μάς δίνει την αίσθηση ότι δεν κινδυνεύουμε να μείνουμε μόνοι. Νιώθουμε ότι μπορούμε, αν έχουμε μαζί το κινητό μας, να έχουμε παρέα, συντροφιά, βοήθεια όπου και όποτε τη θελήσουμε ή τη χρειαστούμε. Οι άλλοι είναι πάντα εκεί για εμάς κι εμείς πάντα εκεί για αυτούς.





«Αν δεν έχεις κινητό, είναι σαν να μην έχεις γλώσσα να μιλήσεις», δήλωσε απεγνωσμένα ένας δεκαπεντάχρονος, όταν οι γονείς του προσπάθησαν να τον πείσουν ότι δεν το χρειάζεται ακόμη. Για τα σημερινά παιδιά, τα κινητά υποκαθιστούν τους τόπους συνάντησης σε στέκια στο δρόμο, που δεν υπάρχουν πια. Τα κινητά τους λειτουργούν σαν ένα δίκτυο, όπου καθένας ξέρει πού θα βρει τον άλλον και τα sms «πηγαινοφέρνουν» τις κουβέντες, τις πλάκες, τις ατάκες και τις ερωτικές εξομολογήσεις εξ αποστάσεως.








Αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη προσφορά του κινητού. Έχοντας χάσει την αμεσότητα της επαφής που υπήρχε όταν οι γονείς μας αντάλλασσαν καθημερινά επισκέψεις, θα ήμασταν ίσως πολύ περισσότερο αποκομμένοι από όλους αν δεν υπήρχε κινητό. Δεν έχουμε σταματήσει να έχουμε ανάγκη την επικοινωνία, η οποία έχει γίνει ίσως λιγότερο κοντινή και βαθιά. Τα κινητά την καθιστούν δυνατή και, μάλιστα, ακριβώς με αυτό τον τρόπο.
Και όσο κι αν το κατηγορούμε ότι μας ωθεί σε μια απόμακρη και επιφανειακή επαφή με πολύ κόσμο, ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε αν θέλουμε, αν επιδιώκουμε κάτι πιο κοντινό. Αν είμαστε, δηλαδή, σε θέση, αλλά κι αν θα μας άρεσε, σε εμάς τους υπερδραστήριους ανθρώπους του 21ου αιώνα, να περνάμε κάθε απόγευμά μας κάνοντας πολύωρες επισκέψεις, ακόμη και στους μισούς από αυτούς που έχουμε καταχωρημένους στη λίστα επαφών μας. Αν είμαστε ειλικρινείς, πολλοί από εμάς θα απαντήσουν αρνητικά. Όχι, δεν είμαστε σε θέση, αλλά και δεν την ξέρουμε πια αυτή την επικοινωνία. Το κινητό είναι ο «καλύτερος φίλος» μας, γιατί μας επιτρέπει να αποφασίζουμε εμείς πόση επαφή θέλουμε, πότε και με ποιον. Είμαστε συνδεδεμένοι και ταυτόχρονα ανεξάρτητοι. Τουλάχιστον, έτσι θέλουμε να πιστεύουμε…




Κάποτε υπήρχαν στιγμές, ώρες, ημέρες που οι άλλοι ήξεραν ότι βρισκόμαστε κάπου, είμαστε καλά και όταν έρθει η ώρα, θα επικοινωνήσουμε πάλι μαζί τους, θα τους τηλεφωνήσουμε ή θα τους δούμε ξανά. Η πολύ σοφή αγγλοσαξονική έκφραση «no news, good news» (κανένα νέο, άρα καλά τα νέα!) εξέφραζε ακριβώς αυτή την πραγματικότητα: αφού ο άλλος βρίσκεται κάπου όπου εσύ δεν έχεις πρόσβαση αυτή τη στιγμή, έχε εμπιστοσύνη ότι όλα πάνε καλά.
Η ανεξαρτησία που υπόσχεται το κινητό, ιδωμένη κάτω από αυτό το πρίσμα, είναι μια ανεξαρτησία υπό όρους, τους οποίους μάλιστα συχνά βάζουν οι άλλοι, όπως οι γονείς -που συχνά δεν είναι φορτικοί μόνο στην εφηβεία, αλλά σε ολόκληρη τη ζωή μας. Έτσι διεισδύουν μέσω του κινητού στις εντελώς προσωπικές στιγμές μας οι απαιτητικοί προϊστάμενοι, οι παραπονεμένοι φίλοι, οι ζηλιάρηδες σύζυγοι, οι ανικανοποίητοι πελάτες, τα παιδιά μας, οι πλασιέ πιστωτικών καρτών και περιποιήσεων προσώπου και άλλοι πολλοί. Κάποιες ημέρες, τα κινητά ορισμένων ανθρώπων δεν σταματούν να χτυπούν. Με την επιμονή και το πείσμα παιδιού που θέλει αυτό που του έταξες. Εμείς τι τάξαμε;
Απλά, ότι σε αυτό το νούμερο θα είμαστε πάντα στη διάθεσή τους. Έτσι κι αλλιώς, το κινητό έχει κανόνες και ωράρια διαφορετικά από του σταθερού τηλεφώνου. Το μεσημέρι έχει πάψει προ πολλού να είναι ώρα ησυχίας – άλλωστε, με το κινητό στο χέρι βρίσκεσαι κάπου μέσα στο χωροχρόνο και όχι σε ένα σπίτι όπου ησυχάζεις τις μεσημεριανές ώρες.




Όταν οι έφηβοι έκαναν τις πρώτες τους εξορμήσεις μόνοι, έπρεπε, τόσο οι ίδιοι όσο και οι δικοί τους, να πάρουν απόφαση ότι για κάποιο διάστημα η επαφή μεταξύ τους δεν θα είναι δυνατή. Η πραγματικότητα ανάγκαζε και τους μεν και τους δε, όσο δύσκολο κι αν ήταν, να πάρουν μια γεύση αμοιβαίας αποδέσμευσης. Για τον έφηβο ή την έφηβη, αυτό σήμαινε «ό,τι και να συμβεί θα πρέπει να τα βγάλω πέρα μόνος μου». Για τους γονείς, από την άλλη, ότι όσο κι αν θα το ήθελαν, δεν μπορούσαν να ελέγξουν, για ένα συγκεκριμένο διάστημα, το παιδί τους, είτε για να το περιορίσουν είτε για να το προστατεύσουν. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να του δείξουν κάποια εμπιστοσύνη. Αυτές οι πρώτες απόπειρες αυτονόμησης ήταν και για τις δύο πλευρές ένα βήμα ωρίμανσης.
Με το κινητό, όλη αυτή η διαδικασία αποδέσμευσης έχει αλλάξει. Τα παιδιά έχουν, από τα 15 και πάνω, σχεδόν όλα κινητά. Οι γονείς μπορούν ανά πάσα στιγμή να μάθουν πού βρίσκονται, τι κάνουν, πότε θα γυρίσουν. Τα παιδιά, από την πλευρά τους, μπορούν, μόλις συναντήσουν την πρώτη δυσκολία, πρακτικής ή συναισθηματικής φύσεως, να «πάρουν» τη μαμά και τον μπαμπά και να ζητήσουν βοήθεια. Το κινη­τό παραμένει ένας «ομφάλιος λώρος» με την οικογένεια, που δύσκολα κόβεται.




Θα μπορούσαμε βέβαια να το κλείσουμε, πολύ συχνά όμως δεν το κάνουμε. Θα μπορούσε να συμβεί κάτι και να μας ψάχνουν. Κάποια σημαντική πληροφορία, ευκαιρία, επαφή θα μπορούσε να «περνά ξυστά» από δίπλα μας και να τη χάσουμε, μόνο και μόνο επειδή κλείσαμε για λίγες ώρες το κινητό. Αυτού του είδους είναι η εξάρτηση που έχουμε από την ελάχιστη σε μέγεθος, αλλά τεράστια σε δυνατότητες συσκευή. Και όπως κάθε εξάρτηση, μπορεί να καταλήξει επικίνδυνη. Το στοίχημα, λοιπόν, για εμάς είναι να καταφέρουμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην ανάγκη να αξιοποιούμε τις «πολύτιμες υπηρε­σίες» του κινητού μας και την ελευθερία να μπορούμε μερικές φορές να το αποχωριζόμαστε.





Οι προβλέψεις είναι ότι το κινητό θα γίνει κάποτε τόσο μικρό που θα μπορεί να ενσωματωθεί κάπως σαν τσιπάκι στο σώμα μας. Ο γάλλος κοινωνιολόγος και ερευνητής J.C. Kauffmann εκφράζει την άποψη ότι το κινητό έχει κατοχυρωθεί, με μεγάλη ταχύτητα και ευκολία, σαν φυσική επιμήκυνση του χεριού μας. Πιστεύει μάλιστα ότι συγκαταλέγεται πια ανάμεσα στα αντικείμενα αυτά που, στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, επιλέχθηκαν από τον άνθρωπο για να γίνουν κάτι σαν «δεύτερο δέρμα» του: τα ρούχα, το ρολόι, τα γυαλιά.