Η μεγάλη επανάσταση που έχει φέρει το διαδίκτυο αφορά την ενημέρωση αλλά και κάτι απόλυτα προσωπικό: τη δυνατότητα των ατόμων για καινούργιο ξεκίνημα. Διαβάσαμε στους New York Times ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο σχετικά και σας μεταφέρουμε την ουσία του. Μπορείτε βεβαίως να το διαβάσετε ως έχει (στα αγγλικά) στη διεύθυνση http://www.nytimes.com/2010/07/25/magazine/25privacy-t2.html?src=me&ref=general Το «δια ταύτα» του άρθρου έχει να κάνει με την ψυχική διάσταση –και καμιά φορά τη νομική- ορισμένων καταστάσεων. Π.χ. όταν δημοσιεύεις κάτι συκοφαντικό ή αληθινό αλλά αρνητικό σε μια εφημερίδα, κάποια στιγμή ο θόρυβος κοπάζει. Η εφημερίδα δεν ανατυπώνεται και δεν κυκλοφορεί εσαεί. Όταν όμως αναρτάς κάτι στο διαδίκτυο, χιλιάδες άνθρωποι μπορούν να το κάνουν copy paste, να το μεταφέρουν στο κινητό τους ή στο blogg τους και να το διαιωνίσουν για πάντα.
Το άρθρο των ΝΥΤ εστιάζεται σε αυτήν ακριβώς την αδυναμία του διαδικτύου, δηλαδή το γεγονός ότι ακόμα κι αν εσύ κάνεις σε κάτι delete, κάποιοι άλλοι μπορεί να το επαναφέρουν και έτσι δεν μπορείς να είσαι ποτέ ήσυχος ότι κάτι δυσάρεστο έκλεισε και τελείωσε για πάντα και ότι μπορείς πια να ξεκινήσεις από την αρχή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό π.χ. για νεαρά παιδιά που αναφέρουν πολύ προσωπικά τους ζητήματα και αναρτούν αποκαλυπτικές φωτογραφίες οι οποίες τα συνοδεύουν ουσιαστικά για πάντα. Με το διαδίκτυο τελικά ο καθένας μας έρχεται στη θέση των σταρ, μόνον που εκείνοι έχουν μηχανισμούς (και χρήματα, και δυνατότητες άλλες) να αμυνθούν. Παίρνει δηλαδή ο καθένας με πολύ μεγάλη ευκολία μια δημόσια προβολή, την οποία όμως ούτε είναι έτοιμος να διαχειριστεί εκείνη τη στιγμή, αλλά ούτε και συνειδητοποιεί ότι μπορεί να τον κατατρέχει 30 χρόνια αργότερα, όταν θα έχει αποκτήσει πιθανόν ένα παιδί που θα είναι τότε 16 ετών και θα του στέλνει κάποιος κακοθελητής στο κινητό ή στο blogg του την εφηβική φωτογραφία της μαμάς ή του μπαμπά του σε μια «ανάρμοστη πόζα».
Εκτός από αυτά τα ερωτικού χαρακτήρα προβλήματα, είναι και άλλα στα οποία θέλουμε συχνά να κάνουμε delete και δεν μπορούμε. Διάλογοι με διάφορα άτομα ή αποφάσεις για τις οποίες μετανιώσαμε και θέλουμε να τις αφήσουμε πίσω μας, κείμενα που δεν μας εκφράζουν πια, ενέργειες που δεν επικροτούμε πλέον αλλά τις είχαμε συνυπογράψει, θέματα πολιτικά ή απλώς «της παρέας» που τότε κάναμε στο διαδίκτυο, ένας άντρας ή μια γυναίκα με την οποία είχαμε ανταλλάξει βαριές κουβέντες εν βρασμώ ψυχής που δεν τιμούσαν κανέναν αλλά που μένουν να αιωρούνται εσαεί γραμμένες κάπου και να περιφέρονται κ.λπ. Όλα αυτά τα αρνητικά στοιχεία της «μη διαγραφής» δεν επιτρέπουν τη λησμονιά. Και ναι μεν όταν αφορούν πολιτικά ζητήματα είναι θετικά γιατί είναι η καταγραφή της ιστορίας που βοηθά έναν λαό να μην ξεχνά, αλλά όταν αφορούν προσωπικά ζητήματα, τότε το μη delete μπορεί να είναι ιδιαίτερα οδυνηρό και να «κυνηγάει» το άτομο για πάντα
Στο βιβλίο του “Delete: The Virtue of Forgetting in the Digital Age,” ο συγγραφέας Viktor Mayer-Schönberger αναφέρεται στη σημασία της «κοινωνικής λησμονιάς». Γράφει ότι «η κοινωνία μας αποδέχεται ότι το ανθρώπινο πλάσμα εξελίσσεται, ότι έχει την ικανότητα να μαθαίνει από το παρελθόν του και να αναπροσαρμόζει τη συμπεριφορά του. Στις παραδοσιακές κοινωνίες τα παραστρατήματα αλλά και τα σοβαρά λάθη ναι μεν παρατηρούνται, αλλά δεν καταγράφονται απαραιτήτως στο «μητρώο». Τα όρια της ανθρώπινης μνήμης διασφαλίζουν ότι κάποια στιγμή τα αμαρτήματα των ανθρώπων τελικά θα ξεχαστούν. Απεναντίας, στην κοινωνία όπου όλα καταγράφονται (σε βίντεο, CD, φωτογραφίες, κείμενα) ανά πάσα στιγμή κάποιος μας υπενθυμίζει λάθη του παρελθόντος και στην πράξη καθιστά αδύνατο το να δραπετεύσουμε, να γλιτώσουμε από αυτά. Τιμωρούμαστε για πάντα. Δίχως μια μορφή λησμονιάς, καθίσταται αδύνατη και η συγχώρεση.»
To πρόβλημα στο διαδίκτυο: Ότι γράφεται…δεν ξεγράφεται!
Όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε, πρέπει με κάποιο τρόπο να ξεχάσουμε, αλλά το διαδίκτυο δεν επιτρέπει τη λησμονιά.