Όταν θρηνούμε για την απώλεια ενός αγαπημένου μας, οι σφυγμοί μας ανεβαίνουν και η καρδιά μας παρουσιάζει αρρυθμίες. Στο διάστημα που κρατά αυτή η αναστάτωση, γινόμαστε πιο ευάλωτοι στο έμφραγμα. Η διάρκεια αυτών των συμπτωμάτων, σύμφωνα με νεότερη έρευνα, είναι γύρω στους 6 μήνες μετά το πέρας των οποίων υποχωρεί και ο κίνδυνος για καρδιακό επεισόδιο.

Η έρευνα έγινε από την Πανεπιστημιακή Σχολή Νοσηλευτικής του Σίδνεϊ, της Αυστραλίας, και έδειξε ότι όσοι θρηνούν για την απώλεια αγαπημένου τους, παρουσιάζουν ταχυπαλμίες σε διπλάσιο ποσοστό από το μέσο όρο. Οι παλμοί τους ανεβαίνουν κατά κανόνα στους 75 (κατά μέσο όρο) έναντι των 71 που θεωρήθηκε ο μέσος όρος του φυσιολογικού για τη συγκεκριμένη έρευνα. Μετά από 5-6 μήνες οι ταχυπαλμίες υποχωρούν και οι παλμοί των θρηνούντων επανέρχονται στο φυσιολογικό των 71 ή γίνονται και βραδύτεροι –πέφτουν δηλαδή στους 70, πιθανόν επειδή ο ανθρώπινος οργανισμός έχει την τάση να εξισορροπήσει το εξάμηνο των ταχυπαλμιών.

Οι ερευνητές εξέτασαν και το ζήτημα της κατάθλιψης επειδή και αυτή συνδέεται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι κι αυτή μειώνεται μετά το εξάμηνο. Συγκεκριμένα, όταν αρχίζει το πένθος οι θρηνούντες παρουσιάζουν έντονη κατάθλιψη (σε ειδική κλίμακα έχουν 26 βαθμούς έναντι των 6 που είναι ο φυσιολογικός μέσος όρος μη θρηνούνταν ατόμων). Σιγά-σιγά η θλίψη τους γίνεται ηπιότερη. Εντούτοις ακόμα και ένα χρόνο μετά, εξακολουθούν να παρουσιάζουν υψηλή κατάθλιψη (περίπου 18 κατά μέσο όρο ή τρεις φορές πιο έντονη κατάθλιψη από το μέσο όρο).

Οι ειδικοί συνιστούν σε όσους θρηνούν να κάνουν συχνότερα καρδιολογικά τσεκ απ και, παράλληλα, να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουν φαρμακευτικά την κατάθλιψή τους.