Σύμφωνα με αυστραλιανή μελέτη, οι γονείς των παιδιών που αργούν να μιλήσουν δεν θα πρέπει να ανησυχούν, επειδή αυτή η καθυστέρηση είναι απίθανο να αφήσει μόνιμα σημάδια στη νοητική ανάπτυξη των παιδιών.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν 1.400 παιδιά 2 ετών, ζητώντας από τους γονείς να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τις λέξεις που το παιδί τους χρησιμοποιούσε αυθόρμητα. Συνήθως, ένα δίχρονο παιδί λέει μερικές εκατοντάδες λέξεις, αλλά υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση ως προς αυτό τον αριθμό.

Σχεδόν 1 στα 10 παιδιά σημείωσε το πιο χαμηλό σκορ σε μια λίστα με 310 λέξεις. Επιπλέον, μεταξύ των παιδιών που είχαν καθυστερήσει να μιλήσουν με άνεση, το 13% είχαν και ορισμένα στοιχεία εσωστρεφούς συμπεριφοράς, π.χ., ήταν ντροπαλά, λυπημένα ή λιγότερο δραστήρια. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα παιδιά που είχαν μιλήσει γρήγορα ήταν 8%.

Ωστόσο, αυτή η διαφορά δεν υπήρχε πλέον στην ηλικία των 5 ετών, όταν οι γονείς ρωτήθηκαν ξανά. Επίσης, δεν επανεμφανίστηκε μέχρι την ηλικία των 17 ετών, όταν ολοκληρώθηκε η παρακολούθηση των παιδιών.H έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Pediatrics».

Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Andrew Whitehouse από το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας, που ηγήθηκε της μελέτης, από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι τυχόν προβλήματα στη συμπεριφορά των παιδιών που έχουν αργήσει να μιλήσουν δεν οφείλονται σε προβλήματα στη νοητική τους ανάπτυξη, αλλά στο ότι η δυσκολία τους να επικοινωνήσουν τα οδηγεί προς την αποφυγή των επαφών και την εσωστρέφεια.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι στην ηλικία των 2 ετών δεν χρειάζεται να ανησυχήσουν οι γονείς για τυχόν καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου του παιδιού, εφόσον η συνολική του ανάπτυξη είναι φυσιολογική. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την παιδοψυχολόγο δρ. Gail Ross από το Weill Cornell Medical College στη Νέα Υόρκη, τυχόν καθυστερήσεις που επιμένουν μετά την ηλικία των 2,5-3 ετών καλό είναι να διερευνώνται.