Η διάγνωση της δυσλεξίας καθίσταται δυνατή όταν ένα παιδί εκτίθεται στον γραπτό λόγο και καλείται να διαβάσει και να γράψει. Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα στην ηλικία των 7-8 ετών. Ωστόσο, μια ομάδα ερευνητών του Παιδιατρικού Νοσοκομείου της Βοστόνης υποστηρίζει ότι αντί να περιμένει ο γονιός ή ο εκπαιδευτικός το παιδί να παρουσιάσει τυχόν δυσκολίες στον γραπτό λόγο στην ηλικία των 7-8 ετών, είναι δυνατό αυτές να εντοπιστούν νωρίτερα, από την ηλικία των 4-5 ετών, προτού το παιδί πάει στο δημοτικό.

Με αυτό τον τρόπο, είναι δυνατό να γίνουν αποτελεσματικές παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν το παιδί, ενώ παράλληλα προφυλάσσεται από τα πειράγματα των συμμαθητών του αναφορικά με την απόδοσή του στο σχολείο, αλλά ακόμη και από την εσφαλμένη πεποίθηση των γονιών του ότι είναι τεμπέλης.

Στην έρευνα που διεξήγαγαν οι γιατροί του Παιδιατρικού Νοσοκομείου της Βοστόνης, υπέβαλαν σε εγκεφαλογραφήματα 36 παιδιά προσχολικής ηλικίας την ώρα που έκαναν διάφορες εργασίες, όπως π.χ. το να αποφασίσουν αν δύο λέξεις ξεκινούν από το ίδιο γράμμα.

Παρατήρησαν, λοιπόν, ότι τα παιδιά που είχαν οικογενειακό ιστορικό δυσλεξίας παρουσίαζαν μειωμένη εγκεφαλική δραστηριότητα σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου. Πρόκειται για τις ίδιες περιοχές του εγκεφάλου που δυσλειτουργούν σε μεγαλύτερα παιδιά, καθώς και σε ενηλίκους με δυσλεξία. Το εύρημα υποδηλώνει ότι η συγκεκριμένη διαταραχή υφίσταται προτού ένα παιδί αρχίσει να διαβάζει.

Αν και η έρευνα είναι πολύ μικρή για να οδηγήσει σε ένα ευρύτερα αποδεκτό διαγνωστικό τεστ δυσλεξίας, ωστόσο η ομάδα του Παιδιατρικού Νοσοκομείου της Βοστόνης έχει ήδη λάβει επιδότηση από το αμερικανικό υπουργείο Υγείας (National Institutes of Health) για να κάνει μια μεγαλύτερη έρευνα.