Αμερικανοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μία στις τέσσερις περιπτώσεις καρκίνου του μαστού που εντοπίζεται δεν θα εξελισσόταν ποτέ σε θανατηφόρο κρούσμα ούτε θα προχωρούσε στην εκδήλωση συμπτωμάτων. Σύμφωνα με την έρευνά τους που βασίστηκε στη μελέτη 39.888 γυναικών από την Νορβηγία, το 15% έως και 25% των διαγνώσεων καρκίνου στο μαστό (με μαστογραφίες) οδήγησε σε «αχρείαστες» παρεμβάσεις όπως η χειρουργική επέμβαση, η χημειοθεραπεία ή η ακτινοθεραπεία.

Η θέση των επίσημων φορέων διεθνώς είναι ότι η έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού σώζει ζωές. Από την άλλη μεριά, ορισμένοι ερευνητές εκφράζουν την άποψη ότι μπορεί να προκαλέσει περισσότερη ταλαιπωρία παρά ωφέλεια. Μάλιστα σύμφωνα με επισκόπηση διαφόρων κλινικών ερευνών που αφορούσαν 600.000 γυναίκες «δεν είναι σαφές αν ο έλεγχος είναι περισσότερο ωφέλιμος ή επιβλαβής.»

Στη συγκεκριμένη έρευνα των ακαδημαϊκών της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ αξιολογήθηκαν 40.000 περιπτώσεις καρκίνου του μαστού στην Νορβηγία. Στα συμπεράσματα της έρευνας που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Annals of Public Health αναφέρεται ότι ο διαγνωστικός έλεγχος οδήγησε στην «υπερ – διάγνωση» του 15-25% των περιστατικών.

Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι οι διαγνωστικές εξετάσεις συνέβαλαν στην πρόληψη ενός θανάτου για κάθε 2.500 γυναίκες, αλλά οδήγησε 6-10 γυναίκες σε αναίτια ταλαιπωρία (χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία).

«Η μαστογραφία ίσως δεν είναι κατάλληλη για τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού επειδή δεν διαφοροποιεί μεταξύ του εξελισσόμενου και μη εξελισσόμενου όγκου. Οι ακτινολόγοι έχουν εκπαιδευτεί να εντοπίζουν και τον πιο μικρό όγκο σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσουν όσο περισσότερους όγκους είναι δυνατό ώστε να θεραπεύσουν τον καρκίνου του μαστού.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη έρευνα προσθέτει νέα στοιχεία στον ήδη αυξημένο όγκο δεδομένων ότι η αυτή η πρακτική έχει οδηγήσει σε προβλήματα για τις γυναίκες όσον αφορά τη διάγνωση όγκων που δεν θα προκαλούσαν ποτέ συμπτώματα ή θάνατο», εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής Dr Mette Kalager.