Οι γιατροί που νιώθουν ότι «κάτι δεν πάει καλά» με ένα παιδί που βλέπουν στο ιατρείο ή στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου δεν πρέπει να αγνοήσουν αυτή την ενστικτώδη ανησυχία τους. Αντιθέτως, πρέπει να δράσουν αμέσως κάνοντας τρία σημαντικά πράγματα: να κάνουν διεξοδικότατατες εξετάσεις στο παιδί, να ζητήσουν τη γνώμη ενός πιο πεπειραμένου γιατρού και να δώσουν τις κατάλληλες συμβουλές στους γονείς.
Σύμφωνα με μια αγγλοβελγική έρευνα που δημοσιεύτηκε online στο site της «British Medical Journal», η ενστικτώδης ανησυχία ενός γιατρού ότι ένα παιδί δεν είναι καλά, ακόμη και αν η εξέταση υποδηλώνει το αντίθετο, έχει σημαντική διαγνωστική αξία, εφάμιλλη ή και μεγαλύτερη από τα συμπτώματα του παιδιού.
Σύμφωνα με τους ερευνητές η ενστικτώδης ανησυχία του γιατρού είναι συχνότερη όταν υπάρχει ιστορικό σπασμών του παιδιού, όταν η συνολική εικόνα και αναπνευστική ικανότητα του παιδιού είναι ανησυχητική, καθώς και όταν οι γονείς εκφράζουν την ανησυχία τους ότι η ασθένεια είναι «διαφορετική». Επίσης, το φαινόμενο είναι συχνότερο σε λιγότερο έμπειρους γιατρούς, χωρίς όμως αυτό να μειώνει τη διαγνωστική του σημασία.
Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι γιατροί δεν πρέπει να αγνοούν το ένστικτό τους και να το χρησιμοποιούν στη λήψη αποφάσεων για ένα παιδιατρικό περιστατικό.
Πολύτιμο το ένστικτο του γιατρού
Η ενστικτώδης ανησυχία ενός γιατρού ότι ένα παιδί δεν είναι καλά, ακόμη και αν η εξέταση υποδηλώνει το αντίθετο, έχει σημαντική διαγνωστική αξία.