Αγοράζουμε μια πολλά υποσχόμενη κρέμα, τη χρησιμοποιούμε κάποιες μέρες και έπειτα απογοητευμένες την καταχωνιάζουμε στο ντουλάπι του μπάνιου, γιατί δεν είδαμε τα αποτελέσματα που φανταζόμασταν. Κάτι ανάλογο συμβαίνει συχνά και με όσες από εμάς αντιμετωπίζουμε πρόβλημα ακμής. Πηγαίνουμε στον δερματολόγο, μας δίνει μια αγωγή, αλλά δεν την ακολουθούμε όσον καιρό πρέπει, επειδή δεν βλέπουμε βελτίωση. Ωστόσο, ξεχνάμε ότι το καλό πράγμα αργεί να γίνει, γεγονός που ισχύει και για τα καλλυντικά, αλλά και για τις θεραπείες που χρειάζονται χρόνο για να δράσουν. Όμως, πόσο περίπου είναι αυτό το χρονικό διάστημα; ΑντιγήρανσηΤα κοσμετολογικά εργαστήρια και τα ερευνητικά κέντρα για να τεστάρουν μια νέα καλλυντική σύνθεση σε εθελοντές χρειάζονται περίπου 4-6 εβδομάδες (αυτή η διαδικασία ονομάζεται in vivo). Αντίστοιχα, λοιπόν, κι εμείς, για να διαπιστώσουμε αισθητή διαφορά στις λεπτές γραμμές και στις ρυτίδες με μια αντιγηραντική σύνθεση, πρέπει να περιμένουμε περίπου ενάμιση μήνα, με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι ακολουθούμε πιστά τις οδηγίες της σύνθεσης και ότι καθαρίζουμε σχολαστικά το πρόσωπό μας. Γιατί πρέπει να περιμένουμε περίπου 6 εβδομάδες; Γιατί τόσον καιρό χρειάζεται ο οργανισμός για να κάνει κολλαγονογένεση, δηλαδή να παραγάγει κολλαγόνο σε τόση ποσότητα ώστε να «γεμίσει» ορατά τις ρυτίδες και τις λεπτές γραμμές της επιδερμίδας.Δυσχρωμίες – κηλίδεςΓια να δούμε αυτές τις επίμονες ατέλειες να εξασθενούν σταδιακά και κάποιες από αυτές να εξαφανίζονται, πρέπει να ακολουθήσουμε μια θεραπεία λεύκανσης για αρκετό καιρό, που κυμαίνεται από 4 έως 12 εβδομάδες. Ωστόσο, οι δυσχρωμίες είναι αρκετά επίμονες και μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, ίσως δεν δούμε αποτελέσματα. Αυτό συμβαίνει γιατί με τη θεραπεία το δέρμα γίνεται ακόμη πιο ευαίσθητο απέναντι στον ήλιο. Έτσι, αν χρησιμοποιούμε καλλυντικές συνθέσεις με λευκαντικούς παράγοντες, πρέπει να αποφεύγουμε την έκθεση στον ήλιο και επιπλέον να χρησιμοποιούμε αντιηλιακή προστασία, ακόμα και τις ημέρες που έχει συννεφιά. Αν, πάλι, σκοπεύουμε να αντιμετωπίσουμε τις δυσχρωμίες με λέιζερ, τα αποτελέσματα είναι πολύ πιο άμεσα, ωστόσο χρειάζεται πάλι ιδιαίτερη προσοχή στον ήλιο. Τραχιά επιδερμίδα – μεγάλοι πόροιΚατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε ότι οι πόροι δεν μικραίνουν με κρέμες ή θεραπείες, αφού το μέγεθός τους είναι συγκεκριμένο σε κάθε επιδερμίδα. Μπορεί, ωστόσο, να φανούν μικρότεροι λόγω της λείανσης της επιδερμίδας. Το αποτέλεσμα, δηλαδή, είναι καθαρά οπτικό. Γι’ αυτό υπάρχουν πολλές περιποιητικές συνθέσεις με συστατικά που μας χαρίζουν μια άμεση (αν και πρόσκαιρη) λεία όψη. Για την τραχιά επιδερμίδα, μια θεραπεία με απολεπιστικά συστατικά, όπως οξέα φρούτων, έχει γρήγορα ορατά αποτελέσματα μέσα σε 15 ημέρες. ΑκμήΤο πότε θα ξεκινήσουμε να βλέπουμε βελτίωση εξαρτάται από το είδος της ακμής, αλλά και από το είδος της θεραπείας που θα χορηγηθεί. Φραγμένοι πόροι, φαγέσωρες και σπιθουράκια; Κύστεις με πύον; Ουλές και φλεγμονές; Στην πρώτη περίπτωση, όπου πρόκειται για μια ήπια έως μέτριας μορφής ακμή, ακολουθούμε μια τοπική θεραπεία, η οποία χρειάζεται 3-6 εβδομάδες για να φανούν τα αποτελέσματά της. Στις άλλες δύο περιπτώσεις, που συνήθως χρήζουν θεραπείας με χάπια, το χρονικό διάστημα ποικίλλει σημαντικά και κυμαίνεται από 1 έως 3 μήνες.Ροδόχρους ακμήΌπως και στην περίπτωση της κοινής ακμής, έτσι και στη ροδόχρου ακμή, η περίοδος θεραπείας ποικίλλει ανάλογα με τη σοβαρότητά της. Αλλιώς αντιμετωπίζονται τα σπιθουράκια, με διαφορετικό τρόπο θεραπεύονται οι κύστεις και άλλη διαδικασία ακολουθείται για τις κοκκινίλες και τα ερεθισμένα αγγεία. Η ροδόχρους ακμή είναι επίσης μια πάθηση που όταν βρίσκεται σε φλεγμονώδη φάση απαιτεί τοπική θεραπεία και αγωγή με φάρμακα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την κοινή ακμή. Τα χάπια χρειάζονται περίπου 1 μήνα για να έχουν ορατά αποτελέσματα, ενώ όσον αφορά τις τοπικές θεραπείες πρέπει να έχουμε περισσότερη υπομονή, γύρω στους 2-3 μήνες. Στην περίπτωση των κοκκινίλων και των σπασμένων αγγείων, που αντιμετωπίζονται με λέιζερ, έχουμε άμεσα και πολύ καλά αποτελέσματα, ωστόσο για να διατηρηθούν πρέπει να συνεχίσουμε για κάποιους μήνες τις συνεδρίες. ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΝ κ. ΒΑΛΙΑ ΜΟΥΣΑΤΟΥ, δερματολόγο, διδάκτορα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.