Ο όρος εγκεφαλική πάρεση (Ε.Π.) χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σύνολο μη εξελισσόμενων διαταραχών που εκδηλώνονται ως ανωμαλίες της κίνησης και της στάσης και οφείλονται σε βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την πρώιμη περίοδο της ανάπτυξης του εγκεφάλου. Την τελευταία δεκαετία ο ορισμός της Ε.Π. έχει διευρυνθεί και συμπεριλαμβάνει, εκτός από τα κινητικά προβλήματα, τις δυσκολίες στις αισθητηριακές λειτουργίες (ακοή, όραση, αφή), στην αντίληψη, στις νοητικές λειτουργίες, στην επικοινωνία, στη συμπεριφορά, καθώς και τα δευτεροπαθή μυοσκελετικά προβλήματα και την ύπαρξη ή όχι επιληψίας. Τα αίτια της εγκεφαλικής πάρεσης διακρίνονται σε προγεννητικά, περιγεννητικά και μεταγεννητικά.

Οι μορφές της νόσου

Η σπαστική Ε.Π. είναι η πιο συνηθισμένη μορφή της πάθησης, με συχνότητα 80%. Περίπου το 44% των παιδιών με σπαστική Ε.Π. έχουν σπαστική ημιπληγία ή αλλιώς ετερόπλευρη σπαστική Ε.Π.
Η δυσκινητική μορφή της Ε.Π. αποτελεί το 16% των περιπτώσεων της πάθησης. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι τα παιδιά με δυσκινητική Ε.Π. γεννιούνται συνήθως τελειόμηνα και με κανονικό βάρος και έχουν συνήθως, αλλά όχι πάντα, επιπλοκές στον τοκετό.
Η αταξική μορφή της Ε.Π. αποτελεί μόλις το 5% των περιπτώσεων της πάθησης και είναι ένα ανομοιογενές σύνολο όπου συχνά δεν υπάρχουν ξεκάθαρα απεικονιστικά ευρήματα και δεν μπορεί να διαγνωστεί η αιτιολογία της.

Η διάγνωση είναι το «κλειδί»
Η χρονική στιγμή εμφάνισης της εγκεφαλικής πάρεσης και η διαγνωστική ταυτοποίησή της διαφέρουν από παιδί σε παιδί. Κάποια παιδιά αναγνωρίζονται από τον τοκετό και την περίοδο νοσηλείας τους στη μονάδα θεραπείας νεογνών ως παιδιά υψηλού κινδύνου για Ε.Π., αλλά μπορεί να έχουν άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας κατά την περίοδο αυτή που κρύβουν την πάθηση και δυσχεραίνουν τη διάγνωση. Κάποια άλλα παιδιά διαγιγνώσκονται λόγω ασυμμετρίας στη βάδιση, που εντοπίζεται από τον παιδίατρο ή τον ορθοπεδικό. Στη διαγνωστική προσέγγιση πρέπει το παιδί να έχει συμπτώματα λειτουργικής μειονεξίας στην κίνηση, να συνυπάρχουν νευρολογικά ευρήματα που να υποστηρίζουν τη διάγνωση και πρέπει να μπορεί να αποκλειστεί ότι πρόκειται για εξελισσόμενη νευρολογική νόσο με νέα συμπτώματα.

Για τους παραπάνω λόγους, η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου πρέπει να γίνεται στην ηλικία των 2-3 ετών και να αξιολογείται μαζί με το ιστορικό του παιδιού, της μητέρας και του τοκετού, για να μπορέσει να διαμορφωθεί μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της εγκεφαλικής βλάβης και του αιτιολογικού υποβάθρου που την προκάλεσε. Η προτεινόμενη χρονολογική ηλικία για να μπορέσει να ταξινομηθεί σωστά το είδος της Ε.Π. είναι το πρώτο έτος ζωής του παιδιού. Σήμερα, η διαχείριση των προβλημάτων που απορρέουν από την πάθηση γίνεται από ομάδες ειδικών με στόχο τη βέλτιστη περίθαλψη των παιδιών.

Από τον κ. ΜΗΝΑ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ, MD, PhDc, παιδίατρο-παιδονευρολόγο, απόφοιτο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Karolinska Institutet στη Σουηδία, ειδικευθέντα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Astrid Lindgrens Barnsjukhus Karolinska, εξειδικευθέντα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Lund, τέως διευθυντή της Ιατρικής Υπηρεσίας της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών, τέως επιστημονικό συνεργάτη του «Ιασώ Παίδων», της «Ευρωκλινικής Παίδων» και του «Ιατρικού Αθηνών», site: www.paidoneurologos.gr.