Ήταν 3 Σεπτεμβρίου το 1983 όταν η σπουδαία Έλλη Λαμπέτη έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 57 ετών, μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο.

37 χρόνια χρόνια από τη μέρα εκείνη που έκλεισαν για πάντα τα πιο μελαγχολικά μάτια του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, θυμόμαστε όλα όσα δημιούργησαν το παζλ της ζωής της κορυφαίας ελληνίδας ηθοποιού.

Το κορίτσι από τα Βίλια που λάτρεψε ο φακός και το σανίδι

Με ισχυρή προσωπική ταυτότητα και πηγαίο ταλέντο κατάφερε να καθιερωθεί ως «γυναίκα είδωλο» του θεάτρου και του κινηματογράφου.

Η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής και το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου (το όνομα Λαμπέτη ήταν δανεισμένο από τους ήρωες του Αστραπόγιαννου στο ομώνυμο ποίημα του Βαλαωρίτη).

Ο πατέρας της Κώστας Λούκος είχε μια ταβέρνα στα Βίλια και η μητέρα της ήταν η Αναστασία Σταμάτη.

Είχε 6 αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό, που πέθανε από φυματίωση το 1941.

Το 1928 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα.

Ο γάμος της με τον Μάριο Πλωρίτη , οποίος παρέμεινε αιώνιος φίλος της και στάθηκε δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής της το 1950 υπήρξε ατυχής.

Χώρισαν το 1953, όταν γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Χορν και μαζί έγραψαν μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στη σκηνή.

Από τον Χορν χώρισε το 1959, όταν γνώρισε τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν (Frederic Wakeman), τον οποίο παντρεύτηκε, αλλά χώρισε το 1976 μετά από πολλά προβλήματα και μετά από πολλά χρόνια σε διάσταση.

Ο καρκίνος κάνει την εμφάνιση του στη ζωή της ηθοποιού το 1969, αφού της στέρησε τις αγαπημένες της αδερφές, τις οποίες έχασε όλες (εκτός από την αδερφή της Αντιγόνη, η οποία έζησε αρκετά χρόνια και μετά τον θάνατο της Έλλης) από καρκίνο του μαστού.

Μετά την εγχείρηση (ολική μαστεκτομή) στην οποία υποβλήθηκε στις ΗΠΑ, επιστρέφει και προσπαθεί να το ξεπεράσει.

Μια προσπάθεια υιοθεσίας της μικρής Ελίζας, από κοινού με τον Γουέικμαν, της δημιούργησε αναρίθμητα προβλήματα, όταν δικαστική απόφαση την υποχρέωσε να επιστρέψει το παιδί, μετά από τέσσερα χρόνια στους βιολογικούς γονείς του.

Μια περιπέτεια που της στοίχισε ανυπολόγιστα και την κράτησε μακριά από το θέατρο.

11 χρόνια μετά, το 1980, ο καρκίνος ξαναχτυπά με τις μεταστάσεις αυτή τη φορά να είναι συνεχείς.

Οι χημειοθεραπείες, στις οποίες υποβλήθηκε, έπληξαν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να χάσει και τη φωνή της.

Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στην Αθήνα ήταν το «Σάρα – Τα Παιδιά ενός κατώτερου Θεού» στον ρόλο της κωφής Σάρα.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 στις 7:30 το πρωί άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital των ΗΠΑ, όπου είχε μεταβεί λίγες εβδομάδες πριν και στις 6 Σεπτεμβρίου κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Οι αποτυχίες και το «ταλαντούχο Λαμπετάκι»

Η Έλλη Λαμπέτη γνώριζε από πολύ μικρή πως θα ασχοληθεί με την υποκριτική.

Οι γονείς της είχαν άλλα όνειρα και βλέψεις. Ήθελαν η κόρη τους να γίνει δασκάλα, μουσικός ή ζωγράφος, αλλά εκείνη είχε αποφασίσει πως κάποια μέρα θα γινόταν μεγάλη θεατρίνα. Ωστόσο, δεν το παραδεχόταν.

«Ήξερα από 6 χρόνων πως θα γίνω ηθοποιός. Δεν το ήξερε όμως κανένας. Έλεγα ό,τι μου κατέβαινε. Τη μία ‘’θα γίνω συγγραφέας’’, την άλλη ‘’θα γίνω πιανίστα’’. Τους είχα τρελάνει», είχε πει χρόνια αργότερα σε συνέντευξή της στο Φρέντυ Γερμανό….

Το 1941, η Λαμπέτη ήταν μόλις 15 ετών, όταν μετακόμισε με την οικογένεια της στην Αθήνα.

Σε καθημερινή βάση, περνούσε σε έξω από το Εθνικό Θέατρο για να πάει στο σχολείο και μέσα της έλεγε πως «μια μέρα αυτό το θέατρο θα γίνει το σπίτι μου». Το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους πέρασε το κατώφλι της σχολής και έδωσε εξετάσεις, ερμηνεύοντας ένα ποίημα του Πολέμη.

Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού «Έλλη Λαμπέτη», η ηθοποιός απορρίφθηκε παμψηφεί.

«Αυτό το κορίτσι δεν κάνει ούτε για κομπάρσα», είχε πει ο τότε διευθυντής της σχολής, Νίκος Παπαγεωργίου. Η ηθοποιός όμως δεν το έβαλε κάτω. Ένα πρωί το έσκασε από το γυμνάσιο και πήγε να δώσει εξετάσεις στο θέατρο Κοτοπούλη.

Ερμήνευσε τον «Πραματευτή» του Γρυπάρη, αλλά για ακόμη μια φορά κόπηκε. «Δεν τα λέει», είχε πει ο νεαρός τότε Δημήτρης Χορν, ο οποίος ήταν μέλος της επιτροπής.

Η Λαμπέτη απογοητεύτηκε.

«Με απέρριψαν. Δεν με θέλουν, δεν τους θέλω. Δεν μου κάνουν, δεν τους χρειάζομαι», έλεγε έξαλλη στο θείο της.

Λίγους μήνες αργότερα, μεσολάβησε ο Σπύρος Μελάς, ο οποίος ήταν φίλος του θείου της και έπεισε την Μαρίκα Κοτοπούλη να της δώσει ακόμη μια ευκαιρία και να την δεχθεί στη σχολή.

Η Λαμπέτη ενθουσιάστηκε με τα νέα και έτρεξε να ανακοινώσει τα νέα στους γονείς της.

«Η Κοτοπούλη με πήρε στη σχολή της! Θα γίνω ηθοποιός!», φώναζε γεμάτη ευτυχία. Οι γονείς και τα αδέρφια στήριξαν την επιλογή της, με την προϋπόθεση να μην παρατήσει το σχολείο….

Η Λαμπέτη μοίραζε τη μέρα ανάμεσα στο γυμνάσιο και στα μαθήματα της Κοτοπούλη, η οποία ήταν εντυπωσιασμένη με τις επιδόσεις της. Σε λίγους μήνες, την έσπρωξε στο σανίδι του θεάτρου «Ρεξ», παρά το γεγονός ότι ήταν μαθητευόμενη και άπειρη.

Εκεί συναντήθηκε ξανά και συνεργάστηκε με το ζεν πρεμιέ Δημήτρη Χορν, στη μουσική παράσταση «Το Ταξίδι Του Γάμου». Ο ρόλος της Λαμπέτη στην παράσταση ήταν μικρός και δεν είχε λόγια.

Στην επόμενη ωστόσο, στο «Αλάτι Και Πιπέρι», είπε τις πρώτες της ατάκες στο σανίδι, οι οποίες ήταν μόλις μόλις λέξεις: «Μέντες, καραμέλες, σοκολάτες». Τότε ήταν που γνωρίστηκε με τον κομπάρσο Αλέκο Αλεξανδράκη και το Μάριο Πλωρίτη.

Ένα χρόνο αργότερα, η Κοτοπούλη της έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία, παραχωρώντας της τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση «Η Χάνελλε πάει στον Παράδεισο».

Η ερμηνεία της γοήτευσε κοινό και κριτικούς, οι οποίοι την αποκαλούσαν ως την «καινούργια πρωταγωνίστρια» και το «ταλαντούχο Λαμπετάκι».

Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα άνοιξε ο δρόμος για μια μεγάλη καριέρα στην υποκριτική με τεράστια επιτυχία τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο.